Tải bản đầy đủ (.pdf) (13 trang)

to spiti tou dikaste - mpram stoker

Bạn đang xem bản rút gọn của tài liệu. Xem và tải ngay bản đầy đủ của tài liệu tại đây (211.14 KB, 13 trang )

Bram Stoker


ΤΟ ΣΠΙΤΙ TOY ∆ΙΚΑΣΤΗ


Όταν ο καιρός για τις εξετάσεις του πλησίαζε ο Μάλκολµ
Μάλκολµσον αποφάσισε να πάει κάπου για να διαβάσει µόνος του.
‘Ηθελε ν

αποφύγει τους πειρασµούς των παραθαλάσσιων θέρετρων, άλλα
ήξερε δτι και ένα απόλυτα µοναχικό µέρος θα τον παράσερνε, επειδή
από παλιά τέτοια µέρη τον γοήτευαν. Κι έτσι αποφάσισε να βρει µια
ασήµαντη µικρή πόλη οπου τίποτε δεν θα µπορούσε να του αποσπάσει
την προσοχή. ∆ε θέλησε να ζητήσει τη συµβουλή των φίλων του, γιατί
ήξερε δτι πολλοί θα τον έστελναν σε µέρη που είχαν επειδή από παλιά,
τέτοια µέρη τον γοήτευαν. Κι έτσι αποφάσισε να βρεθεί µε τους φίλους
των φίλων του, κι έτσι σκέφτηκε να βρει µόνος του κάποιο µέρος.
Μάζεψε σε µια µεγάλη βαλίτσα τα ροΰχα του κι δλα τα βιβλία που
χρειαζόταν κι έβγαλε εισιτήριο µε το πρώτο τρένο, χωρίς να κοιτάξει που
πήγαινε.
Ύστερ' από ταξίδι τριών ωρών κατέβηκε στο Μπέντσερτς ευ-
χαριστηµένος που κατάφερε να κρύψει τα 'ίχνη του τόσο καλά, κι οντάς
σίγουρος δτι θα του δινόταν ή ευκαιρία να µελετήσει µε ησυχία. Πήγε
ίσια στο µοναδικό πανδοχείο και πέρασε τη νύχτα του εκεί. Το
Μπέντσερτς ήταν µια εµπορική πόλη οπου µια φορά κάθε τρεις
βδοµάδες πληµµύριζε από κόσµο. Τις υπόλοιπες εικοσιµία µέρες ήταν
άδειο σαν έρηµος.
Ο Μάλκολµσον από την άλλη µέρα κιόλας, αφοΰ έφτασε, δρχισε
να ψάχνει να βρει ένα σπίτι ακόµα πιο ήσυχο απ' αυτό που ένα ήσυχο
πανδοχείο σαν τον «Καλό Ταξιδιώτη» µπορούσε να του προσφέρει.


Τπήρχε ένα τέτοιο µέρος, που τράβηξε την προσοχή του, και που
σίγουρα ικανοποιούσε ακόµα καΐ τα πιο τρελά του όνειρα για ησυχία.
Στήν πραγµατικότητα ήσυχο δεν ήταν ή κατάλληλη λέξη που του
ταίριαζε. Ξεχασµένο κι έγκα-ταλειµένο θα ήταν οι πιο κατάλληλες λέξεις
για να περιγράψουν την ερηµιά του.
Ήταν ένα παλιό µε ασυνάρτητη αρχιτεκτονική άρχοντόσπιτο
Ίακωβιανοϋ ρυθµού µε βαριά αετώµατα καΐ παράθυρα ασυνήθιστα
µικρά καΐ τοποθετηµένα ψηλότερα απ' δτι είναι το κανονικό σε τέτοια
σπίτια. 'Ηταν περιτριγυρισµένο µ' έναν ψηλό και χοντρό τοίχο από
τούβλα. Πράγµατι κοιτάζοντας το προσεχτικά θύµιζε οχυρωµένο σπίτι
παρά κατοικία. Όλ' αυτά ευχαρίστησαν τον Μάλκολµσον. «Εδώ»,
σκέφτηκε, «είν' αυτό που ζητούσα, κι αν είµαι τυχερός και το νοικιάσω,
θα 'ναι το καλύτερο». Ευχαριστήθηκε ακόµα περισσότερο όταν
διαπίστωσε ότι το σπίτι ήταν ακατοίκητο.
Στό πανδοχείο έµαθε τ' όνοµα του µεσίτη, που έδειξε κατάπληκτος
όταν του ζήτησε να νοικιάσει µια πτέρυγα του παλιού σπιτιού. Ο κύριος
Κάρνφορντ ήταν δ τυπικός δικηγόρος και µεσίτης. "Ενας ευγενικός,
γηραλέος κύριος, που χάρηκε πολύ όταν έµαθε ότι κάποιος ήθελε να
µείνει σ' αυτό.
«Για να σας πω την αλήθεια», είπε, «αν δεν ήταν οι πελάτες µου, θα
έδινα το σπίτι σε κάποιον τζάµπα για χρόνια, για να συνηθίσουν οι
χωριάτες να το βλέπουν να κατοικείται. Έµεινε για πολύν καιρό άδειο
και σιγά σιγά δηµιουργήθηκε µια παράλογη πρόληψη σχετικά µ' αυτό.
Τώρα βέβαια που θα κατοικηθεί, και µάλιστα από έναν µορφωµένο σαν
και σας, ή πρόληψη θα χαθεί», πρόστεσε ρίχνοντας µια λοξή µατιά στον
Μάλκολµσον.
Ο φοιτητής θεώρησε περιττό να ρωτήσει το µεσίτη ποια ήταν ή
«παράλογη πρόληψη». Σκέφτηκε ότι µπορούσε να την µάθει από άλλους.
Πλήρωσε το νοίκι για τρεις µήνες, πήρε την απόδειξη και τ' όνοµα µιας
γριάς που πιθανόν να 'κάνε την καθαρίστρια του σπιτιού κι έφυγε µέ τα

κλειδιά στην τσέπη. Ύστερα πήγε στη γυναίκα του πανδοχείου, που ήταν
ένας χαρούµενος και καλόκαρδος άνθρωπος και ζήτησε τη συµβουλή
της για το τί θα 'πρεπε να πάρει µαζί του. Ή γυναίκα έµεινε κατάπληκτη
όταν άκουσε που θα πήγαινε να κατοικήσει.
«Όχι στο σπίτι του ∆ικαστή», είπε χλοµιάζοντας.
Της εξήγησε που ακριβώς ήταν το σπίτι και πώς δεν είχε ιδέα άτι αυτό
ήταν το όνοµα του.
«’Ω, σίγουρα, σίγουρα είναι το σπίτι του ∆ικαστή», του απάντησε.
Της ζήτησε να του µιλήσει σχετικά µ' αυτό, γιατί το λέγανε έτσι και γιατί
το αποστρεφόταν. Του είπε ότι έτσι το ξέρανε στην περιοχή κι ότι πριν
από πολλά χρόνια — πόσα ακριβώς δεν ήξερε γιατί δεν ήταν απ' αυτά τα
µέρη, αλλά σίγουρα πρέπει να ήταν πάνω από εκατό — ήταν το σπίτι
κάποιου δικαστή, που όλοι τον θυµόταν µε φρίκη για τις βαριές ποινές
που έβαζε και για την εχθρότητα του στους φυλακισµένους. "Οσο για το
τι συνέβαινε µ' αυτό δεν ήξερε. Είχε ρωτήσει πολλές φορές, αλλά
κανένας δεν µπορούσε να της πει. Ή γενική εντύπωση πάντως ήταν πώς
κάτι συνέβαινε κι ότι αυτή, ακόµα κι αν της έδιναν όλα τα λεφτά της
Τράπεζας του Ντρίνκγουώτερ, δε θα καθόταν σ' αυτό το σπίτι ούτε µια
ώρα.
«Είναι πολύ κακό, κύριε, ένας νέος σαν κι εσάς να κατοικήσει
εκεί. "Αν ήσασταν παιδί µου, και µε συγχωρείτε για το θάρρος µου, δε θα
σας άφηνα να κοιµηθείτε τη νύχτα εκεί».
«Αγαπητή µου κυρία Γουίτµαν, µην ανησυχείτε για µένα. "Ενας
άνθρωπος που διαβάζει για να δώσει εξετάσεις στα µαθηµατικά έχει
πολλά άλλα να σκεφτεί, και δεν παρασύρεται από παράξενα πράγµατα,
κι έπειτα η δουλειά του είναι πολύ συγκεκριµένη για να επιτρέψει στο
µυαλό του ν' ασχοληθεί µε οποιαδήποτε µυστήρια. Ό αρµονικός
πολλαπλασιασµός, οι σχέσεις και οι ελλειπτικές λειτουργίες είναι για
µένα αρκετά µυστήρια».
Ή κυρία Γουίτµαν προθυµοποιήθηκε να φροντίσει η ίδια για τις

προµήθειες του κι έτσι 6 ίδιος πήγε να βρει τη γριά που του είχαν
συστήσει. "Οταν γύρισε µαζί της στο σπίτι του ∆ικαστή, υστερ' από λίγες
ώρες, βρήκε την ίδια την κυρία Γουίτµαν να τον περιµένει µαζί µε
µερικούς άντρες κι αγόρια που κουβαλούσαν δέµατα κι ένα αµάξι, που
πάνω του ήταν φορτωµένο ένα πάπλωµα, γιατί όπως του είπε το κρεβάτι
του σπιτιού είχε ν' αεριστεί τουλάχιστον πενήντα χρόνια.
'Ηταν πολύ περίεργη να δει το εσωτερικό του σπιτιού, αν και τόσο
φοβισµένη, που στον παραµικρό θόρυβο αρπαζόταν απ' τον
Μάλκολµσον' δεν τον άφηνε ούτε στιγµή. Αυτός αφού γύρισε όλο το
σπίτι, αποφάσισε να εγκατασταθεί στην τραπεζαρία. Στό µεταξύ ή κυρία
Γουίτµαν µε τη βοήθεια της υπηρέτριας της κυρίας Ντέµπστερ άρχισαν
να ταχτοποιούν το δωµάτιο. "Οταν ήρθαν µέσα τα δέµατα κι ανοίχτηκαν,
ο Μάλκολµσον είδε ότι ή κυρία Γουίτµαν είχε στείλει από την κουζίνα
της αρκετά για κάµποσες µέρες. Πριν φύγει του ευχήθηκε να περάσει
καλά και φτάνοντας στην πόρτα γύρισε και του 'πε:
«"Ισως, κύριε, επειδή το δωµάτιο είναι µεγάλο και σκοτεινό θα
ήταν καλύτερα να βάζατε γύρω από το κρεβάτι σας ένα µεγάλο παραβάν.
"Αν και να σας πω την αλήθεια εγώ θα πέθαινα από το φόβο µου σα
φυλακισµένη εδώ µέσα, και µ' ολ' αυτά τα "πράγµατα" να ξεπροβάλλουν
το κεφάλι τους απ' την κορφή και να µε κοιτάζουν».
Η εικόνα ήταν πολύ τροµαχτική και την έκανε να φύγει γρήγορα.
Η κυρία Ντέµπστερ φύσηξε υπεροπτικά τη µύτη της καθώς ή
κυρία Γουίτµαν έφυγε, και παρατήρησε ότι αύτη δε φοβόταν τα
φαντάσµατα όλου του βασιλείου.
«Θα σας πω τι ακριβώς συµβαίνει», είπε. «Τα φαντάσµατα είναι ένα
σωρό αλλά πράγµατα έκτος από φαντάσµατα. Αρουραίοι και ποντίκια
και κορέοι και πόρτες που τρίζουν και ξεχαρβαλωµένα παραθυρόφυλλα
και σπασµένα τζάµια και πόµολα που κολλάνε όταν τα γυρίζεις και
ξαναεπιστρέφουν στη θέση τους τα µεσάνυχτα. Κοιτάχτε τις ξυλοδεσιές
είναι πανάρχαιες. Εκατοντάδων χρόνων. Νοµίζετε ότι δε θα υπάρχουν

κοριοί και ποντίκια εδώ µέσα; Τα ποντίκια είναι τα φαντάσµατα και τα
φαντάσµατα είναι τα ποντίκια, και µην πιστεύετε σε τίποτ' άλλο».
«Κυρία Ντέµπστερ», είπε o Μάλκολµσον µε υπόκλιση, «ξέρετε
περισσότερα από έναν επαγγελµατία ξυλουργό, και σα σηµάδι εκτίµησης
για τη λογικότητα που σας χαρακτηρίζει, θα σας αφήσω να µείνετε
τζάµπα στο σπίτι τους δύο τελευταίους µήνες, µια και εγώ το χρειάζοµαι
µόνο για τέσσερις βδοµάδες».
«Σάς ευχαριστώ πολύ, κύριε», είπε, «άλλα δεν µπορώ να ξενυχτίσω
µακριά από το σπίτι µου! Γιατί µένω στο φιλανθρωπικό ίδρυµα Γκρίν
Χάουζ, κι αν κοιµηθώ έστω και µια νύχτα έξω απ' το δωµάτιο µου θα
χάσω το δικαιωµα να µένω εκεί. Οί κανονισµοί είναι πολύ αυστηροί, κι
υπάρχουν τόσοι πολλοί που ζητούν θέση, ώστε δεν µπορώ να το
διακινδυνέψω. Παρ' όλ' αυτά, αν θέλετε, µπορώ να 'ρχοµαι να σας
φροντίζω όσο θα µείνετε».
«Καλή µου κυρία», είπε o Μάλκολµσον «ήρθα εδώ µε σκοπό να
βρω µοναξιά κι αποµόνωση, και θέλω να- µε πιστέψετε, ότι ευγνοµωνώ
τον µακαρίτη τον Γκρίν Χάουζ για τον τρόπο που οργάνωσε τη θαυµάσια
φιλανθρωπία του, άλλα δεν µπορώ να δεχτώ την πρόταση σας».
Ή γριά γέλασε. «Αγαπητέ µου κύριε», είπε, «µην ανησυχείτε, κι εδώ θα
βρείτε όση αποµόνωση θέλετε». Ξανάρχισε τη δουλειά της και το
σούρουπο όταν ο Μάλκολµσον γύρισε απ' τον περίπατο του — πάντα είχε
Ινα βιβλίο µαζί του για να διαβάζει περπατώντας — βρήκε το δωµάτιο
συγυρισµένο και καθαρό, µε τη φωτιά να καιει στο παλιό τζάκι, τη
λάµπα αναµµένη και το τραπέζι στρωµένο για δείπνο µε τα φαγητά της
κυρίας Γουίτµαν. «Αυτό θα πει καλοπέραση», είπε τρίβοντας τα χέρια
του.
‘Οταν τέλειωσε το φαγητό κι άφησε το δίσκο στην άλλη πλευρά του
µεγάλου δρύινου τραπεζιού, έβγαλε πάλι τα βιβλία του, έριξε καινούρια
ξύλα στη φωτιά, δυνάµωσε το φως της λάµπας και κάθισε να δουλέψει
σκληρά. Εργάστηκε χωρίς διακοπή ως τις έντεκα το βράδυ, και µόνο τότε

σταµάτησε για να συδαυλίσει τη φωτιά, να κοιτάξει τη λάµπα και να
βράσει ένα φλιτζάνι τσάι. Πάντα έπινε τσάι, και όταν ήταν φοιτητής
συνήθιζε να διαβάζει ως αργά και αργά να πίνει το τσάι του. Η φωτιά που
αναζωογονήθηκε, χοροπηδούσε και πέταγε σπίθες, ρίχνοντας παράξενες
σκιές στο µεγάλο παλιό δωµάτιο. Καθώς ρουφούσε το ζεστό του τσάι
σκέφτηκε την αποµόνωση στην δποία βρισκόταν. Τότε για πρώτη φορά
άρχισε να προσέχει το θόρυβο που έκαναν τα ποντίκια. «Σίγουρα»,
αναλογίστηκε, «δεν µπορεί να 'καναν τέτοιο θόρυβο όταν διάβαζα, θα τα
είχα προσέξει». ,
Εκείνη τη στιγµή αυτός δυνάµωσε, πράγµα που τον έκαµε να
σκεφτεί δτι είχε δίκιο. 'Ηταν φανερό ότι για µια στιγµή τα ποντίκια είχαν
φοβηθεί από την παρουσία του ξένου, από τίς φλόγες της φωτιάς και το
φως της λάµπας, αλλά ;oσο περνούσε ή ώρα. άρχισαν να συνηθίζουν και
ξαναγύρισαν στις δραστηριότητες τους. Τ' άκουγε να τρέχουν βιαστικά
πάνω κάτω µέσα στους παλιούς τοίχους, στο ταβάνι και κάτω από το
πάτωµα έτρεχαν και µασουλούσαν κι έξυναν.
Ο Μάλκολµσον χαµογέλασε καθώς θυµήθηκε τα λόγια της κυρίας
Ντέµπστερ: «Τα φαντάσµατα είναι τα ποντίκια και τα ποντίκια είναι τα
φαντάσµατα».

Το τσάι άρχισε να επιδρά πάνω στο νευρικό και διανοητικό
του σύστηµα και χαρούµενος διαπίστωσε δτι θα µπορούσε να δουλέψει
για πολύ ακόµα ώσπου να περάσει η νύχτα. Νιώθοντας ένα αίσθηµα
ασφάλειας αποφάσισε να ρίξει µια µατιά γύρω στο δωµάτιο. Πήρε τη
λάµπα κι άρχισε να τριγυρίζει, ενώ αναρωτιόταν γιατί ένα τόσο ωραίο
σπίτι έµενε για καιρό ακατοίκητο. Τα ξυλόγλυπτα στις ξύλινες επενδύσεις
των τοίχων ήταν θαυµάσια, όπως κι αυτά που υπήρχαν πάνω στις πόρτες
και στα παράθυρα, όµορφα και εκλεκτικού γούστου. Υπήρχαν µερικοί
παλιοί πίνακες στους τοίχους, αλλά ήταν τόσο σκονισµένοι και
λερωµένοι από την πολυκαιρία, που δεν µπορούσε να ξεχωρίσει τίς

λεπτοµέρειες τους. Εδώ κι εκεί, όπως περπατούσε, έβλεπε κάποια
σκισµάδα ή τρύπα στον τοίχο, που από µέσα τους για µια στιγµή
φαινόταν η µούρη ενός ποντικού µε τα µάτια του να λαµπιρίζουν στο
φως.
Πάντως το πράγµα που του έκανε µεγαλύτερη εντύπωση ήταν το
σκοινί απ' τη µεγάλη καµπάνα της στέγης, που κρεµόταν σε µια γωνιά
του δωµατίου, δεξιά απ' το τζάκι. Για λίγο ακόµα τα ποντίκια συνέχισαν
να τον ενοχλούν µε το αδιάκοπο τρεχαλητό τους, αλλά γρήγορα
συνήθισε, όπως συνηθίζει κανείς το θόρυβο του ρολογιού ή το
κελάρυσµα του ρυακιού. Απορροφήθηκε τόσο πολύ απ' τη δουλειά του,
που τίποτα στον κόσµο οέν υπήρχε γι' αυτόν έκτος από το πρόβληµα που
προσπαθούσε να λύσει. Ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι του χωρίς να το 'χει
καταφέρει. Στόν αέρα υπήρχε ή αίσθηση της ώρας εκείνης, που είναι
ανάµεσα στη νύχτα και στο ξηµέρωµα, και µοιάζει σαν όλα να 'χουν
ακινητοποιηθεί. Τα ποντίκια είχαν σταµατήσει να κάνουν θόρυβο. Και
φαίνεται πώς αυτό το σταµάτηµα τον έκαµε ν' ανασηκωθεί. Η φωτιά είχε
κατακάτσει και στο τζάκι έβλεπες µόνο την κατακόκκινη λάµψη της
χόβολης.
Εκεί, πάνω στη µεγάλη σκαλιστή δρύινη πολυθρόνα µε την ψηλή
ράχη, που βρισκόταν στα οεξιά του τζακιού, καθόταν ένας τεράστιος
ποντικός, που τον κοίταζε µε αγριεµένα µάτια. Έκανε µια κίνηση σα να
'θελε να τον πιάσει αλλά ο ποντικός δεν κουνήθηκε. Τότε έκανε να του
πετάξει κάτι, αλλά και πάλι έµεινε ακίνητος. Αντίθετα έδειξε τα µεγάλα
άσπρα του δόντια µανιασµένος. Τα σκληρά του µάτια έλαµψαν στο φως
της λάµπας µε έντονη ζωηρότητα. Ο Μάλκολµσον έµεινε κατάπληχτος κι
αρπάζοντας τη µασιά του τζακιού όρµησε να τον χτυπήσει. Πρίν
προλάβει όµως να τον αγγίξει ο ποντικός µ' ένα στρίγγλισµα µίσους
πήδησε στο πάτωµα, σκαρφάλωσε στο σκοινί της καµπάνας και χάθηκε
στο σκοτάδι. Αµέσως, πράγµα παράξενο, τα ποντίκια ξανάρχισαν τα
σούρτα φερτά τους. Εκείνη τη στιγµή το λάληµα του κόκορα κάπου έξω

τον πληροφόρησε για τον ερχοµό του πρωινού, κι έτσι ο Μάλκολµσον
παράτησε το διάβασµα, έπεσε στο κρεβάτι και κοιµήθηκε.
Κοιµήθηκε τόσο βαθιά που δεν ξύπνησε ακόµα κι όταν ήρθε η
κυρία Ντέµπστερ να του φτιάξει το δωµάτιο. Ξύπνησε όταν αύτη χτύπησε
το παραβάν του κρεβατιού του, αφοΰ πρώτα είχε ταχτοποιήσει το
δωµάτιο κι είχε ετοιµάσει το πρωινό του. Ήταν ακόµα λίγο κουρασµένος
απ' τη σκληρή δουλειά της νύχτας, άλλα ένα φλιτζάνι τσάι τον συνέφερε
και παίρνοντας ένα βιβλίο και µερικά σάντουιτς, για να µη χρειαστεί να
γυρίσει στο σπίτι για µεσηµεριανό, βγήκε να κάνει τον πρωινό του
περίπατο.
Βρήκε ένα ήσυχο µέρος ανάµεσα σε ψηλές φτελιές λίγο πιο έξω
από την πόλη, και κει πέρασε το µεγαλύτερο µέρος της µέρας του
µελετώντας Λαπλάς. Στό γυρισµό έψαξε να βρει την κυρία Γουίτµαν και
να την ευχαριστήσει για την καλοσύνη της. Όταν αυτή τον είδε να 'ρχεται
βγήκε να τον υποδεχτεί και τον προσκάλεσε να µπει µέσα λέγοντας:
«∆εν πρέπει να το παρακάνετε, κύριε, σας βλέπω χλοµό σήµερα.
Το ξενύχτι και η σκληρή πνευµατική εργασία δεν κάνουν καλό. Άλλα
αλήθεια, πέστε µου, πώς περάσατε τη νύχτα σας. Καλά φαντάζοµαι.
Πραγµατικά χάρηκα πολύ όταν η κυρία Ντέµπστερ µου είπε ότι το πρωί
που ήρθε κοιµόσασταν βαθιά».
«"Ω, είµαι µια χαρά», της απάντησε χαµογελώντας, «µόνο τα
ποντίκια σουλατσάριζαν εδώ κι εκεί κι ένας γεροδιάβολος κάθισε στην
πολυθρόνα µου κοντά στη φωτιά. Άρπαξα ένα σίδερο για να τον
κανονίσω, άλλα αυτός µου το 'σκάσε στο ταβάνι».
«Ο Θεός να µας βοηθήσει», είπε ή κυρία Γουίτµαν. «"Ενας
γεροδιάβολος καθόταν στην καρέκλα σας; Προσέχτε, κύριε, προσέχτε!
Πολλές φορές µας ξεφεύγουν λόγια που δε θα 'πρεπε».
«Μα τί εννοείτε; Λόγω τιµής δε σας καταλαβαίνω».
«"Ενας γεροδιάβολος! Μπορεί ο ίδιος ο διάβολος! Σάς παρακαλώ,
µη γελάτε, κύριε!» είπε, γιατί ο Μάλκολµσον είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια.

«Εσείς οί νεαροί θαρρείτε πώς είν' εύκολο να γελάτε µε πράγµατα που
κάνουν τους παλιότερους ν' ανατριχιάζουν. 'Αλλά δεν πειράζει, δεν
πειράζει! Εύχοµαι να γελάτε έτσι πάντα!» είπε η καλή γυναίκα
ευχαριστηµένη µε την καλή του διάθεση.
«Να µε συγχωρείτε», είπε ο Μάλκολµσον, «µη νοµίζετε πώς είµαι
αγενής, άλλα ή σκέψη ότι την περασµένη νύχτα ο ϊδιος ο διάβολος
καθόταν στην καρέκλα µου το βρίσκω κάπως υπερβολικό!». Κι αµέσως
ξέσπασε σε γέλια. Ύστερα πήγε σπίτι για να δειπνήσει.
Εκείνο το βράδυ το πήγαιν' έλα των ποντικών άρχισε νωρίτερα, για
την ακρίβεια είχε αρχίσει πρίν φτάσει στο σπίτι, και σταµάτησε µόνο την
ώρα που µπήκε µέσα. Μετά το φαγητό έκατσε για λίγο κοντά στη φωτιά
κάπνισε κι ύστερα καθάρισε το τραπέζι κι άρχισε να δουλεύει δποις και
χτες το βράδυ. 'Απόψε τα ποντίκια έκαναν µεγαλύτερη φασαρία απ' δση
χτες. Πώς έτρεχαν πάνω κάτω, δεξιά αριστερά! Πώς τσίριζαν,
γρατζούνιζαν και ροκάνιζαν! Πώς γινόταν ολοένα και θρασύτερα' έφταναν
στο σηµείο να βγάζουν το κεφάλι τους έξω απ' τίς τρύπες, τις ραγισµατιές
και τις σχισµάδες του τοίχου, και τα µάτια τους έλαµπαν σα
µικροσκοπικές φλόγες από τη φωτιά που τρεµόσβηνε. Τώρα, όµως, µια
και τα 'χε συνηθίσει δέν του 'καναν εντύπωση. Και στά µάτια τους δεν
έβλεπε να καθρεφτίζεται ή κακία, αλλά µάλλον µια παιχνιδιάρικη
διάθεση. Μερικές φορές τα πιο τολµηρά από δαύτα έκαναν εξορµήσεις
απ τους τοίχους κι έτρεχαν στο πάτωµα. Κάθε τόσο όταν τον ενοχλούσαν
ο Μάλκολµσον έκανε ένα θόρυβο για να τα φοβίσει.
Χτυπουσε το τραπέζι µε το χέρι του κι αυτά το 'σκαγαν και
τρύπωναν στους τοίχους. Έτσι οι πρώτες ώρες της νύχτας πέρασαν κι ο
Μάλκολµσον παρά τη φασαρία είχε καταφέρει ν' αφοσιωθεί στη δουλειά
του. Ξαφνικά σταµάτησε όπως καΐ την περασµένη νύχτα από µια
ξαφνική αίσθηση ησυχίας. Από τους ποντικούς δεν ακουγόταν ο
παραµικρός θόρυβος. Η σιωπή ήταν σιωπή τάφου, θυµήθηκε το
περίεργο χτεσινοβραδινό περιστατικό κι ένστικτώδικα γύρισε και κοίταξε

την πολυθρόνα που ήταν κοντά στό τζάκι. Και τότε ένα περίεργο
συναίσθηµα τον έκαµε ν' ανατριχιάσει. Στήν ίδια παλιά σκαλιστή δρύινη
πολυθρόνα κοντά στη φωτιά καθόταν ο ίδιος τεράστιος ποντικός και τον
κοίταζε ακίνητος.
Αυθόρµητα άρπαξε το κοντινότερο αντικείµενο, ένα βιβλίο
λογαρίθµων και του το πέταξε. ∆εν τον σηµάδεψε καλά ο ποντικός δεν
κουνήθηκε από τη θέση του. "Ετσι έπαναλήφτηκε ή ίδια σκηνή µε τη
τσιµπίδα του τζακιού της χτεσινής βραδιάς, και ξανά ο ποντικός
κυνηγηµένος σκαρφάλωσε στο σκοινί της καµπάνας. Το περίεργο είναι
ότι µόλις εξαφανίστηκε ο θόρυβος των άλλων ξανάρχισε. Και σ' αυτή την
περίπτωση όπως και στην προηγούµενη ο Μάλκολµσον δεν πρόλαβε να
δει προς τα που χάθηκε γιατί το φως της λάµπας και του τζακιού άφηναν
το πάνω µέρος του δωµατίου στο σκοτάδι.
Κοίταξε το ρολόι και διαπίστωσε ότι κόντευαν µεσάνυχτα.
σηκώθηκε, δυνάµωσε τη φωτιά κι ετοίµασε το τσάι του. Είχε µελετήσει
πολύ κι έτσι σταµάτησε για να καπνίσει. ‘Εκατσε στη µεγάλη δρύινη
πολυθρόνα κοντά στο τζάκι και καπνίζοντας άρχισε να σκέφτεται δτι
έπρεπε να ανακαλύψει την κρυψώνα του ποντικού. Κι έτσι άναψε ακόµα
µια λάµπα και την έβαλε σε τέτοιο µέρος που να φωτίζει τη δεξιά µεριά
του τζακιού. Ύστερα µάζεψε όλα του τα βιβλία κοντά του, για να
µπορέσει να τα πετάξει δν χρειαστεί στον παράσιτο.
Τέλος πήρε το σκοινί της καµπάνας κι έβαλε τη µια του άκρη
πάνω στο τραπέζι Ιτσι που ή άλλη άκρη του να φωτίζεται απ' τη λάµπα.
Την ώρα που το ταχτοποιούσε δεν µπόρεσε να µην προσέξει πόσο
µαλακό ήταν, ειδικά για ένα τόσο γερό κι αχρησιµοποίητο σκοινί, «θα
µπορούσες να κρεµάσεις άνθρωπο µ' αυτό», σκέφτηκε. "Οταν οι
προετοιµασίες του τέλειωσαν κοίταξε δλόγυρα και είπε: «Και τώρα,
φιλαράκο, νοµίζω πώς ήρθε ή ώρα να µάθουµε κάτι για σένα». "Αρχισε
να µελετάει πάλι.
Όπως και πριν στην ο σαµατάς των ποντικών τον πείραζε, υστέρα

όµως άποξεχάστηκε από το διάβασµα. Και πάλι ωστόσο η προσοχή του
κόπηκε απότοµα. Αυτή τη φορά όµως δεν ήταν
µόνο ή ξαφνική σιωπή που τράβηξε την προσοχή του, αλλά και µια
αδιόρατη κίνηση του σκοινιού και της λάµπας. Κοίταξε γρήγορα αν τα
βιβλία ήταν κοντά του και µετά κοίταξε το σκοινί. Είδε τον ποντικό να
γλιστράει πάνω του και να πέφτει στο µπράτσο της πολυθρόνας κάθισε
εκεί κι άρχισε να τον κοιτάζει.
Ο Μάλκολµσον σήκωσε ένα βιβλίο, σηµάδεψε προσεχτικά και του
το πέταξε. Αυτός µε µια γρήγορη κίνηση έκαµε στο πλάι και το απόφυγε.
Πήρε δεύτερο βιβλίο, υστέρα τρίτο και τα πέταξε µε τη σειρά στον
ποντικό αλλά χωρίς αποτέλεσµα. Τέλος την ώρα που ετοιµαζόταν να του
ρίξει ένα άλλο, ο ποντικός τσίριξε θυµωµένος. Αυτό εξόργισε ακόµα
περισσότερο τον Μάλκολµσον' ήθελε να χτυπήσει το τρωκτικό µε µανία
του πέταξε το βιβλίο κι αυτή τη φορά τον βρήκε. Το ζώο τσίριξε και
γυρίζοντας τον κοίταξε µ' ένα τροµερό βλέµµα λύσσας και κακίας,
υστέρα πήδηξε πάνω στο σκοινί κι άρχισε να σκαρφαλώνει σαν αστραπή.
Ο Μάλκολµσον είχε συνέχεια τα µάτια του καρφωµένα πάνω του, και στο
φως της δεύτερης λάµπας τον είδε να χάνεται σε µια τρύπα, δίπλα σε
έναν από τους µεγάλους πίνακες που κρέµονταν στους τοίχους.
«Θα ψάξω για το σπίτι του φίλου µου το πρωί», είπε δ φοιτητής. «Ο
τρίτος πίνακας απ' τα δεξιά του τζακιού. ∆εν πρόκειται να το ξεχάσω».
"Αρχισε να µαζεύει ένα ένα τα βιβλία σχολιάζοντας εύθυµα: «"Οι
Εικονικοί Τοµείς" δεν τον πέτυχαν. "Οι Κυκλοειδείς Ελλείψεις" το 'ίδιο.
'Όι Βασικές Αρχές" ούτε, "Οι ∆ιαιρέσεις", ούτε "Ή θερµοδυναµική". Για
να δούµε τώρα το βιβλίο που του την έφερε». Ό Μάλκολµσον το σήκωσε
και το κοίταξε. Και τότε µια ξαφνική χλοµάδα απλώθηκε στο πρόσωπο
του. Κοίταξε ολόγυρα του κι ανατρίχιασε ελαφρά µουρµουρίζοντας: «Η
Βίβλος που µου έδωσε ή µητέρα µου! Τί περίεργη σύµπτωση!».
Έκατσε κι άρχισε να ξαναδιαβάζει ενώ τα ποντίκια άρχισαν και
πάλι τα τρεχαλητά τους. Όµως τη φορά αυτή δεν τδν ενοχλούσαν.

Αντίθετα ή παρουσία τους του έδινε ένα αίσθηµα συντροφικότητας.
Παρόλ' αυτά δεν µπορούσε να συγκεντρωθεί και να δουλέψει, κι αφού
άδικα παιδεύτηκε να συγκεντρωθεί στο θέµα του τα παράτησε
απογοητευµένος και πήγε στο κρεβάτι του, την ώρα που το φως της
χαραυγής έµπαινε στο δωµάτιο απ' τ' ανατολικό παραθύρι. Κοιµήθηκε
βαριά κι ανήσυχα κι δταν ή κυρία Ντέµπστερ τον ξύπνησε αργά το πρωί,
για λίγα λεφτά δεν είχε συναίσθηση που βρισκόταν. Το πρώτο πράγµα
που ζήτησε προκάλεσε έκπληξη στην υπηρέτρια: «Κυρία Ντέµπστερ,
σήµερα το πρωί που θα λείπω, θα 'θελα να πάρετε µια σκάλα και να
ξεσκονίσετε ή να καθαρίσετε αυτούς τους πίνακες — ειδικά τον τρίτο
δεξιά από το τζάκι. Θέλω να δω τί παριστάνει».
Αργά τ' απόγευµα δ Μάλκολµσον, άφοΰ µελέτησε στο ίδιο µέρος,
διαπίστωσε ότι το διάβασµα του προχωρούσε ικανοποιητικά. Είχε λύσει
µέχρι στιγµής δλα τα προβλήµατα που του φαινόταν δύσκολα και ήταν
τόσο ευχαριστηµένος, που αποφάσισε να πάει µια βόλτα ως την κυρία
Γουίτµαν στον «Καλό Ταξιδιώτη». Βρήκε έναν ξένο να κάθεται µαζί της
που του τον σύστησε σαν δόκτωρ Θόρν-χιλλ. ‘Ηταν λίγο ανήσυχη κι ο
Μάλκολµσον συνδυάζοντας την ανησυχία της µε διάφορες ερωτήσεις που
άρχισε να του κάνει ο ξένος, συµπέρανε δτι αυτός δε βρισκόταν τυχαία
εκεί κι έτσι χωρίς περιστροφές είπε:
«Γιατρέ Θόρνχιλλ, ευχαρίστως θ' απαντήσω στις ερωτήσεις σας, αν
µου υποσχεθείτε πώς θ' απαντήσετε και σεις σε µια δική µου».
Ό γιατρός φάνηκε έκπληκτος, αλλά υστέρα χαµογέλασε κι
απάντησε αµέσως:
«"Εγινε! Ποια είναι;».
«Ή κυρία Γουίτµαν σας ζήτησε να 'ρθεΐτε εδώ για να µε δείτε και
να µε συµβουλευτείτε;».
Ό γιατρός Θόρνχιλλ για µια στιγµή έµεινε ακίνητος' ή κυρία
Γουίτµαν κοκκίνισε και γύρισε άλλου το πρόσωπο -της, αλλά δ γιατρός
που ήταν ντόµπρος και ετοιµόλογος άνθρωπος, απάντησε γρήγορα κι

ανοιχτά:
«Ναί, αλλά δεν ήθελε να το µάθετε. Είµαι βέβαιος δτι βιάστηκα,
και µάλιστα µ' αδεξιότητα, κι αυτό ήταν που µε πρόδωσε. Λοιπόν, µου
είπε δτι δεν της αρέσει καθόλου ή ιδέα να ζείτε ολοµόναχος σ' εκείνο το
σπίτι και να πίνετε τόσο πολύ δυνατό τσάι. Και για να γίνω πιο σαφής,,
µου ζήτησε να σας παρακαλέσω·, αν είναι δυνατόν, να κόψετε το τσάι και
να µην ξενυχτάτε. "Ηµουν κι εγώ φοιτητής κάποτε και ξέρω, κι έτσι
επιτρέψτε µου να σας συµβουλέψω εντελώς φιλικά».
Ό Μάλκολµσον χαµογέλασε πλατιά κι άπλωσε το χέρι του.
«Κόλλατο», είπε, «όπως λένε και στην Αµερική. Σας ευχαριστώ πολύ για
το ενδιαφέρον σας, και σας και την κυρία Γουίτµαν. Και θα 'θελα να σας
ανταπόδωσα την καλοσύνη σας. Υπόσχοµαι, λοιπόν, δτι δε θα ξαναπιώ
τσάι δυνατό ή µάλλον δε θα ξαναπιώ καθόλου τσάι, κι ότι θα πέφτω στο
κρεβάτι µου στη µία το αργότερο. Εντάξει;».
«Θαυµάσια!» είπε ο γιατρός. «Τώρα πέστε µου τί παρατηρήσατε στο
παλιό σπίτι».
Κι έτσι ο Μάλκολµσον τους διηγήθηκε µε κάθε λεπτοµέρεια δλα
δσα έγιναν τις δύο προηγούµενες νύχτες. Κάθε λίγο ή κυρία Γουίτµαν
τον σταµατούσε µε µικρές κραυγούλες, ώσπου έφτασε στο επεισόδιο της
Βίβλου. Ή κυρία Γουίτµαν τότε ξεφώνισε και µόνο αφού της εδιοσαν ένα
ποτήρι µπράντυ κι ένα κονιάκ, µπόρεσε να συνέρθει. Ό γιατρός
Θόρνχιλλ γινόταν όλο και πιο σοβαρός, όσο προχωρούσε ή διήγηση, κι
δταν ο Μάλκολµσον τέλειωσε και ή κυρία Γουίτµαν συνήρθε, ρώτησε:
«Ό ποντικός ανέβαινε πάντα από το σκοινί της καµπάνας;».
«Πάντα!».
«Νοµίζω πώς ξέρετε», είπε ο γιατρός δισταχτικά, «ποιο είναι αυτό το
σκοινί».
«"Οχι!».
«Είναι», είπε δ γιατρός αργά, «το ίδιο σκοινί, που µ' αυτό ο δήµιος
κρεµούσε τα θύµατα των αποφάσεων του ∆ικαστή». Και τότε

ξανασταµάτησε απ' τις κραυγές της κυρίας Γουίτµαν, που και πάλι
αναγκάστηκαν να την συνεφέρουν. Ύστερα ο Μάλκολµσον κοίταξε το
ρολόι του κι είδε πώς κόντευε ή ώρα του δείπνου κι Ιτσι έφυγε πριν ή
κυρία Γουίτµαν συνέρθει εντελώς.
"Οταν έγινε κι αυτό, ή κυρία Γουίτµαν θυµωµένη άρχισε να
παρατηρεί µ' έντονο υφός το γιατρό λέγοντας του οτι δεν έπρεπε να βάλει
τέτοιες σκέψεις φριχτές στο µυαλό του νέου.
Ο γιατρός Θόρνχιλλ απάντησε:
«Αγαπητή µου κυρία, είχα σοβαρούς λόγους. "Ηθελα να στρέψω
την προσοχή του στο σκοινί της καµπάνας. "Ισως να βρίσκεται σε µια
κατάσταση υπερέντασης από το υπερβολικό διάβασµα, αν και πρέπει, να
παραδεχτώ ότι δείχνει υγιέστατος, και σωµατικά και ψυχικά. Τα ποντίκια
όµως; Κι αυτή ή συζήτηση για το διάβολο;». Ό γιατρός κούνησε το
κεφάλι του και συνέχισε: «Θα 'θελα να πάω να περάσω τη νύχτα µαζί
του, αλλά είµαι σίγουρος δτι αυτό θα τον πείραζε. Μπορεί τη νύχτα να
τροµάξει ή να 'χει κάποια παράξενη παραίστηση' αν γίνει κάτι τέτοιο
θέλω να χτυπήσει την καµπάνα. Θα την ακούσουµε και θα τρέξουµε να
τον βοηθήσουµε. Σήµερα θα µείνω ξύπνιος ως αργά και να µη σου κάνει
εντύπωση αν, όταν ξηµερώσει, το Μπέντσερτς βρεθεί µπροστά σ'
εκπλήξεις».
«Τί εννοείτε, γιατρέ; Μη µου πείτε πώς ».
«Εννοώ ότι µπορεί απόψε — ή µάλλον είναι πολύ πιθανό — ν'
ακούσουµε τη µεγάλη καµπάνα του σπιτιού του ∆ικαστή», είπε ο γιατρός
κι έφυγε.
"Οταν ο Μάλκολµσον έφτασε στο σπίτι, είδε πώς είχε αργήσει λίγο,
γιατί η κυρία Ντέµπστερ είχε φύγει — οι κανονισµοί του φιλανθρωπικού
ιδρύµατος ΓκρΊν Χάουζ δεν έπρεπε να παραβιάζονται. Ευχαριστήθηκε
όταν είδε το δωµάτιο φωτεινό και συγυρισµένο' τη φωτιά αναµµένη και
τη λάµπα καθαρή.
Το βράδυ ήταν πιο κρύο απ' ότι ήταν συνήθως τον Απρίλη, και

φυσούσε δυνατός άνεµος, που όσο πήγαινε και δυνάµωνε, πράγµα που
έδειχνε ότι τη νύχτα θα ξεσπούσε καταιγίδα. Για λίγο τα ποντίκια, άφοΰ
µπήκε στο σπίτι, σταµάτησαν τη φασαρία τους, αλλά µόλις τον
συνήθισαν άρχισαν ξανά. Χάρηκε που τ' άκουγε, γιατί ο σα-µατάς τους
του κρατούσε συντροφιά θυµήθηκε ότι σταµατούσαν µόνο όταν
παρουσιαζόταν ο µεγάλος ποντικός µε τα κακόβουλα µάτια. Το φως της
λάµπας ήταν χαµηλωµένο, κι έτσι το ταβάνι κι η πάνω µεριά του
δωµατίου ήταν βυθισµένα στο σκοτάδι.
Οι φλόγες του τζακιού που φώτιζαν το πάτωµα, κι ενα άσπρο πανί
ακουµπισµένο στην άκρη του τραπεζίου, έδιναν µια χαρούµενη όψη στο
χώρο. Ό Μάλκολµσον δείπνησε µε όρεξη µεγάλη κι ευχάριστη διάθεση.
Μετά το φαγητό κάπνισε ένα τσιγάρο κι έκατσε να µελετήσει,
αποφασισµένος να µην επιτρέψει καµιά διακοπή, γιατί θυµήθηκε την
υπόσχεση που έδωσε στο γιατρό και σκόπευε ν' αξιοποιήσει το χρόνο του
όσο καλύτερα µπορούσε.
Για µια περίπου ώρα µελέτησε συγκεντρωµένος κι υστέρα ή προσοχή του
άρχισε να τρέχει εδώ κι εκεί, µακριά απ' τα βιβλία.
Ο αγέρας είχε γίνει ανεµοθύελλα κι ή ανεµοθύελλα καταιγίδα. Το
παλιό σπίτι, παρ' όλη τη γερή κατασκευή του, σειόταν συθέµελα. Ό
αγέρας ούρλιαζε και λυσσοµανούσε, όπως περνούσε από τις καµινάδες
και τα παράξενα παλιά αετώµατα του. ∆ηµιουργούσε παράξενους,
αλλόκοτους θορύβους στ' άδεια δωµάτια και στους διαδρόµους. Ακόµα
κι ή µεγάλη καµπάνα πρέπει να ένιωθε τη δύναµη του, γιατί το σκοινί
της σηκωνόταν κι έπεφτε ελαφρά, λες κι αυτή πήγαινε πέρα δώθε κάθε
λίγο και λιγάκι, κι αυτό έπεφτε στο δρύινο πάτωµα µε ένα σκληρό και
κούφιο ήχο.
Ο Μάλκολµσον θυµήθηκε τα λόγια του γιατρού: «Είναι το ίδιο
σκοινί που µ' αυτό ο δήµιος κρεµούσε τα θύµατα των αποφάσεων του
δικαστή». Πήγε στη γωνιά του τζακιού και το πήρε στο χέρι του να το
εξετάσει. Του δηµιουργούσε µια αρρωστηµένη περιέργεια, κι

αναρωτήθηκε ποια να ήταν τα θύµατα, και γιατί ο δικαστής ήθελε να
έχει στο σπίτι του ένα τέτοιο απαίσιο ενθύµιο.
Εκείνη τη στιγµή το κούνηµα της καµπάνας το ανασήκωσε πάλι,
άλλα τώρα είχε και µιαν άλλη αίσθηση — το σκοινί τρεµούλιαζε σα να
είχε και κάτι άλλο πάνω του. Κοίταξε ένστικτώδικα ψηλά. Είδε το µεγάλο
ποντικό να κατεβαίνει προς το µέρος του κοιτάζοντας τον σταθερά.
"Αφησε το σκοινί κι έκαµε πίσω βλαστηµώντας. Ο ποντικός γύρισε πίσω
και χάθηκε. Μόνο τότε ο Μάλκολµσον πρόσεξε ότι τα ποντίκια άρχισαν
και πάλι τη βαβούρα τους, που για λίγο την είχαν σταµατήσει. Και τότε
θυµήθηκε πώς δεν έψαξε για τη φωλιά του ποντικού, ούτε κοίταξε τους
πίνακες, όπως είχε σκεφτεί να κάνει. Άναψε λοιπόν την άλλη λάµπα, και
πήγε κάτω από τον τρίτο πίνακα, στη δεξιά γωνιά του τζακιού, όπου είχε
δει τον ποντικό να εξαφανίζεται την περασµένη νύχτα.
Με την πρώτη µατιά οπισθοχώρησε τόσο απότοµα, που η λάµπα
λίγο έλειψε να του πέσει από το χέρι και µια νεκρική χλοµάδα
απλώθηκε στο πρόσωπο του. Τα πόδια του άρχισαν να τρέµουν και
χοντρές σταγόνες ίδρωτα φάνηκαν στο µέτωπο του. "Οµως ήταν νέος κι
έτσι µετά από λίγες στιγµές κατόρθωσε να συνέρθει και να προχωρήσει
µπροστά. Σήκωσε τη λάµπα να δει τον πίνακα, που τώρα ήταν
ξεσκονισµένος και καθαρός.

Ηταν ο δικαστής ντυµένος την κόκκινη δικαστική του τήβεννο. Το
πρόσωπο του ήταν σκληρό, ανήλεο, διαβολικό µε φιλήδονο στόµα και
µύτη που θύµιζε ράµφος αρπαχτικού πουλιού. Τα µάτια του είχαν µια
περίεργη λάµψη τροµερής κακίας. Παγωµένος ο Μάλκολµσον
διαπίστωσε ότι ήταν το τέλειο αντίγραφο των µατιών του ποντικού. Ξανά
η λάµπα παρ' ολίγο να του πέσει απ' τα χέρια οταν είδε το µεγάλο
ποντικό να βγαίνει από µια τρύπα, που ήταν δίπλα από µια γωνιά του
πίνακα, και πρόσεξε το απότοµο σταµάτηµα των άλλων ποντικών. Όµως
και πάλι κατόρθωσε να αύτοκυριαρχηθεΐ και συνέχισε να εξετάζει τον

πίνακα.
Ο δικαστής καθόταν σε µια µεγάλη σκαλιστή δρύινη πολυθρόνα
µε ψηλή ράχη, στη δεξιά πλευρά ενός µεγάλου πέτρινου τζακιού δίπλα
του κρεµόταν ένα σκοινί, που η άκρη του κουλουριαζόταν στο πάτωµα.
Με φρίκη ο Μάλκολµσον αναγνώρισε το δωµάτιο και κοίταξε ολόγυρά
του τροµαγµένος, λες και περίµενε κάτι περίεργο να στέκεται δίπλα του.
Το βλέµµα του έπεσε στη δεξιά γωνιά του τζακιού άφησε µια δυνατή
κραυγή κι ή λάµπα του 'φύγε απ' το χέρι.
Εκεί στο µπράτσο της πολυθρόνας καθόταν ο ποντικός µε τα
διαβολικά µάτια του δικαστή, που τώρα Ιλαµπαν µε σατανική λύσσα.
Έκτος από το ουρλιαχτό της θύελλας Ιξω. µέσα στο δωµάτιο δεν
ακουγόταν τίποτ' άλλο.
Το πέσιµο της λάµπας συνέφερε τον Μάλκολµσον. Ευτυχώς που
ήταν µεταλλική κι έτσι το πετρέλαιο της δε χύθηκε. Ό Μάλκολµσον τη
σήκωσε, ταχτοποίησε, κι αυτή η δουλειά τον συνέφερε τελείως. "Οταν
συµµάζεψε στάθηκε για λίγο και σκέφτηκε:
«Αυτό δεν µπορεί να πάει άλλο. Πρέπει να σταµατήσει. Γιατί αν
συνεχιστεί έτσι θα τρελαθώ. Καλά που υποσχέθηκα ατό γιατρό να κόψω
το τσάι. Φαίνεται πώς είχε δίκιο, τα νεϋρα µου δεν είναι σε καλή
κατάσταση.
Περίεργο πώς δεν το είχα προσέξει νωρίτερα. "Οµως από δω και
µπρος θα προσέχω και θα φροντίσω να συγκρατούµαι».
Έφτιαξε ένα ποτήρι µπράντυ µε νερό κι υστέρα έκατσε να δουλέψει.
Πέρασε µια ώρα περίπου ώσπου να σηκώσει το κεφάλι του εξαιτίας της
ξαφνικής σιωπής.
‘Εξω ο άνεµος ούρλιαζε δυνατότερα από πρίν, κι η βροχή
µαστίγωνε τα παράθυρα χτυπώντας σαν χαλάζι πάνω στα τζάµια. Άλλα
µέσα δεν ακουγόταν τίποτα εκτός από τον αέρα, που σφύριζε στην
καµινάδα, κι από µερικές σταγόνες βροχής, που έπεφταν µέσα απ'
αυτήν.

Η φωτιά είχε µισοσβήσει, δεν έβγαζε πια φλόγες εκτός από µια
κόκκινη λάµψη. Ο Μάλκολµσον άφουγκάστηκε κι άκουσε έναν αδύναµο
θόρυβο, που ερχόταν απ' την γωνιά του δωµατίου, όπου κρεµόταν το
σκοινί. Στήν αρχή νόµισε δτι αυτό κουνιόταν απ' τον αγέρα, που
µετακινούσε την καµπάνα. Κοιτάζοντας όµως ψηλά στο αχνό σκοτάδι
είδε τον µεγάλο ποντικό να το ροκανίζει. Το σκοινί ήταν κιόλας
µισοφαγωµένο και την ώρα που κοίταξε κόπηκε κι έπεσε χτυπώντας στο
πάτωµα.
Το πάνω µέρος του µε τον ποντικό γατζωµένο εκεί συνέχιζε να
κουνιέται δεξιά αριστερά. Για µια στιγµή ο Μάλκολµσον τρόµαξε, γιατί
συνειδητοποίησε δτι ή δυνατότητα να είδοποιήσει τον κόσµο έξω να 'ρθει
σε πιθανή βοήθεια του, αν χρειαζόταν, δεν υπήρχε πια. Έξαλλος άρπαξε
το βιβλίο που διάβαζε και το τίναξε πάνω στον ποντικό. Είχε σηµαδέψει
καλά, αλλά δεν τον πέτυχε, και το βιβλίο έπεσε στο πάτωµα, θυµωµένος
όρµησε πάνω του, αλλά ο ποντικός τινάχτηκε και χάθηκε στο σκοτάδι
του δωµατίου. Ό Μάλκολµσον κατάλαβε ότι το διάβασµα είχε τελειώσει
γι' απόψε, και θέλησε να σπάσει τη µονοτονία κυνηγώντας τον ποντικό.
"Εβγαλε το πράσινο γυαλί της λάµπας, για να βλέπει καλύτερα κι
αµέσως το πάνω µέρος του δωµατίου φωτίστηκε µαζί µ' αυτό και οί
πίνακες, που πρίν ήταν βυθισµένοι στο σκοτάδι. Από κει που στεκόταν ο
φοιτητής είδε απέναντι του τον τρίτο πίνακα, απ' τη δεξιά µεριά του
τζακιού. Κατάπληκτος στην αρχή ένιωσε τον τρόµο να τον κυριεύει
υστέρα.
Στό κέντρο του πίνακα υπήρχε ένα κενό — το φόντο ήταν ίδιο
όπως και πρίν, ή πολυθρόνα, το τζάκι, το σκοινί, αλλά ή φιγούρα του
δικαστή είχε εξαφανιστεί και στη θέση της έβλεπε τώρα τον άδειο καµβά.
Με φρίκη ο Μάλκολµσον γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε κι άρχισε να
τρέµει. Η δύναµη του τον είχε εγκαταλείψει δεν µπορούσε πια να
µιλήσει, ούτε να κουνηθεί, δεν µπορούσε καλά καλά να σκεφτεί. Το
µόνο που µπορούσε να κάνει ήταν ν' ακούει και να βλέπει. Εκεί στη

µεγάλη σκαλιστή δρύινη πολυθρόνα µε την ψηλή ράχη καθόταν ο
δικαστής φορώντας την κόκκινη τήβεννο.
Τα µάτια του έλαµπαν διαβολικά, και µ' ένα θριαµβευτικό
χαµόγελο σήκωσε µια µαύρη κουκούλα. Ο Μάλκολµσον ενκυσε το αίµα
του να φεύγει απ' την καρδιά του. Έξω, ανάµεσα στα ουρλιαχτά της
θύελλας και της καταιγίδας ακούστηκε το ρολόι της αγοράς να χτυπάει
µεσάνυχτα. Στούς χτύπους του ρολογιού το χαµόγελο απλώθηκε πλατιά
στο πρόσωπο του δικαστή, και στο τελευταίο χτύπηµα φόρεσε τη µαύρη
κουκούλα. Ύστερα σηκώθηκε αργά από την πολυθρόνα του και µάζεψε
το σκοινί της καµπάνας, που ήταν ριγµένο στο πάτοιµα. Το πασπάτεψε
µε τα χέρια του, λες και χαιρόταν την αφή του. Έπειτα µε τη µια του
άκρη έφτιαξε µια θηλειά, την έσφιξε, τη δοκίµασε µε το πόδι του και
µετά ικανοποιηµένος άρχισε να προχωρεί προς την αντίθετη πλευρά του
τραπεζίου, καρφώνοντας συνέχεια τα µάτια του στον Μάλκολµσον τον
προσπέρασε και µε µια γρήγορη κίνηση πήγε και στάθηκε µπροστά στην
πόρτα. Ο Μάλκολµσον κατάλαβε οτι ήταν παγιδευµένος κι άρχισε να
σκέφτεται τί να κάνει. Τα µάτια του δικαστή τον µαγνήτιζαν και δεν
µπορούσε να τραβήξει το βλέµµα του από πάνω τους. Είδε τον δικαστή
να τον πλησιάζει — µένοντας πάντα ανάµεσα σ' αυτόν και στην πόρτα —
να φτάνει κοντά του και να σηκώνει τη θηλειά αργά να την περάσει στο
λαιµό του. Ασυναίσθητα ο Μάλκολµσον έκαµε στο πλάι. Ο δικαστής
όµως υπνωτίζοντας τον σχεδόν µε τα µάτια του, προσπάθησε για δεύτερη
φορά να του περάσει τη θηλειά, αλλά και πάλι ο φοιτητής µε δυσκολία
κατάφερε να την αποφύγει. Αυτό έγινε αρκετές φορές χωρίς ο δικαστής ν'
απογοητεύεται' αντίθετα έδειχνε να παίζει όπως η γάτα µε το ποντίκι. Στό
τέλος απελπισµένος ο Μάλκολµσον κοίταξε γύρω του.
Η λάµπα φώτιζε πολύ καλά το δωµάτιο, και µέσα από τις πολλές
ποντικότρυπες είδε τα µάτια των ποντικών να τον παρατηρούν. Τότε
ηρέµησε. Και ξαφνικά πρόσεξε το σκοινί της καµπάνας στην πέρα γωνιά'
ήταν γεµάτο ποντικούς, ήταν σκεπασµένο δλόκληρο από δαύτους καΐ

άλλοι έβγαιναν συνέχεια από τη µικρή στρογγυλή τρύπα του ταβανιού,
απ' όπου περνούσε το σκοινί, κι έτσι από το βάρος τους ή καµπάνα είχε
αρχίσει να κουνιέται, να κουνιέται oλο και πιο πολύ, µέχρι που το
γλωσσίδι της χτύπησε στο εσωτερικό της. Ό ήχος δεν ήταν ακόµα
δυνατός, γιατί η κίνηση της καµπάνας ήταν αργή, µια κι αυτή µόλις
τώρα είχε αρχίσει να κουνιέται. Στον ήχο της όµως o δικαστής, που δεν
είχε ξεκολλήσει τα µάτια του από τον Μάλκολµσον, κοίταξε προς τα
πάνω κι ένας διαβολικός θυµός απλώθηκε στο πρόσωπο του.
Τα µάτια του έλαµπαν σαν αναµµένα κάρβουνα, και χτύπησε το
πόδι του στο πάτωµα. Το σπίτι σα να τραντάχτηκε δλόκληρο. Έξω, κάπου
ψηλά ακούστηκε ένας κεραυνός. Το σκοινί ξανασηκώθηκε καθώς τα
ποντίκια συνέχιζαν ν' ανεβοκατεβαίνουν, λες και δουλεύανε ενάντια στο
χρόνο. Τώρα όµως ο δικαστής ζύγωσε το θύµα του αργά, ανοίγοντας
συγχρόνως τη θηλειά όπως πλησίαζε. Ό Μάλκολµσον είχε παραλύσει
στεκότανε ακίνητος σαν ένας νεκρός. Ένιωσε τα παγωµένα δάχτυλα του
δικαστή ν' άγγίζουνε στο λαιµό του καθώς του περνούσε τη θηλειά. Ό
δικαστής την έσφιξε κι ύστερα κουβάλησε την ακίνητη µορφή του
φοιτητή ως την δρύινη πολυθρόνα τον ακούµπησε δρθιο εκεί κι έπειτα
πήρε την άκρη του σκοινιού της καµπάνας — καθώς το χέρι του
απλώθηκε οι ποντικοί τσιρίζοντας χάθηκαν µέσα από την τρύπα του
ταβανιοΰ — την έδεσε µε την άκρη του σκοινιού της θηλειάς, που
έσφιγγε τώρα το λαιµό του Μάλκολµσον και µετά κατεβαίνοντας τράβηξε
την πολυθρόνα.
"Οταν ή καµπάνα του σπιτιού άρχισε να χτυπάει αµέσως µα-
ζεύτηκε κόσµος. Φώτα και δαυλιά παρουσιάστηκαν καΐ γρήγορα ένα
σιωπηλό πλήθος έτρεξε έκεί. Χτύπησαν δυνατά την πόρτα άλλα κανείς
δεν τους απάντησε. Τότε την έσπασαν κι όρµησαν στο µεγάλο δωµάτιο µε
το γιατρό µπροστά.
Εκεί, στην άκρη του σκοινιού της καµπάνας, κρεµόταν το σώµα
του φοιτητή, και στο πρόσωπο του δικαστή υπήρχε ένα διαβολικό

χαµόγελο.





×