Tải bản đầy đủ (.pdf) (49 trang)

oi phonoi tes odou morgk - entgkar alan poe

Bạn đang xem bản rút gọn của tài liệu. Xem và tải ngay bản đầy đủ của tài liệu tại đây (1.25 MB, 49 trang )


1


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γιώργος Μπλάνας

Οι Φόνοι
της
Οδού Μοργκ

ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΛΑΝ ΠΟΕ


2
ΟΙ ΦΟΝΟΙ ΤΗΣ Ο∆ΟΥ ΜΟΡΓΚ





3
ΟΙ ΦΟΝΟΙ ΤΗΣ Ο∆ΟΥ ΜΟΡΓΚ
1



Ποιο τραγούδι τραγουδούσαν οι Σειρήνες;
Με ποιο όνοµα κρυβόταν ο Αχιλλέας ανάµεσα στις γυναίκες;
∆ύσκολα ερωτήµατα, µα όχι εντελώς αναπάντητα.

ΣΕΡ ΤΟΜΑΣ ΜΠΡΑΟΥΝ


2



ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ, τις οποίες χαρακτηρίζουµε
αναλυτικές, ελάχιστη ανάλυση επιδέχονται καθαυτές. Τις εκτιµούµε
µόνον λόγω των αποτελεσµάτων τους. Γνωρίζουµε, µεταξύ άλλων,
πως αποτελούν πηγή ζωηρότατης απόλαυσης για κείνον που τις
διαθέτει πλουσιοπάροχα. Όπως ένας δυνατός άνδρας καµαρώνει για
την σωµατική του ρώµη, και χαίρεται να ασκεί έντονα τους µύες
του, έτσι και ο αναλυτής πληµµυρίζει από αγαλλίαση ενώ ασκεί την
διανοητική δραστηριότητα του διαχωρίζειν. Αντλεί ευχαρίστηση
ακόµη και από τα πλέον ασήµαντα πράγµατα, αρκεί να δίνουν
αφορµή στο ταλέντο του να λάµψει. Του αρέσουν τα αινίγµατα, τα
πνευµατικά παιχνίδια, τα ιερογλυφικά, και αφιερώνει στην
διαλεύκανσή τους το σύνολο της οξυδέρκειάς του, που φαντάζει
στην µέση αντίληψη των άλλων υπερφυσική. Όντως, τα κατορθώ-
µατά του -που πραγµατοποιούνται µε αυστηρή µεθοδικότητα-
περιβάλλονται από µιαν αύρα διαίσθησης.
Η ευχέρεια στην επίλυση προβληµάτων είναι πολύ πιθανόν να
βελτιώνεται µε την µελέτη των µαθηµατικών, και ιδιαίτερα του
κλάδου, που κακώς µονοπωλεί -λόγω της αναγωγικής µεθόδου που
χρησιµοποιεί- το όνοµα της ανάλυσης. Ωστόσο, το να υπολογίζει
κανείς δεν σηµαίνει οπωσδήποτε πως αναλύει. Ένας σκακιστής,
λόγου χάριν, υπολογίζει, χωρίς να καταβάλει την παραµικρή
προσπάθεια ανάλυσης. Όποιος πιστεύει πως το σκάκι χρειάζεται
αναλυτικές ικανότητες, το έχει παρεξηγήσει. Εν πάση περιπτώσει

4
δεν προτίθεµαι να συντάξω διατριβή επί του θέµατος˙ απλά

προλογίζω ένα κάπως παράξενο αφήγηµα, διατυπώνοντας
ορισµένες παρατηρήσεις, που θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν
τυχαίες. ∆οθείσης της ευκαιρίας, λοιπόν, ας µου επιτραπεί να
ισχυριστώ πως οι υψηλότερες δυνάµεις της λογικής σκέψης
ωφελούνται περισσότερο από το σεµνότατο παιγνίδι της ντάµας,
παρά από την περίτεχνη επιπολαιότητα του σκακιού. Πράγµατι, στο
σκάκι, του οποίου οι αλλόκοτες κινήσεις είναι τόσο διαφορικές και
µε τόσο διαφορετική αξία, κάθε τι πολύπλοκο εγκαταλείπεται
(συχνότατο σφάλµα) για χάρη του προφανούς. Εδώ, κυρίαρχος του
παιγνιδιού είναι η προσοχή. Αν χαθεί προς στιγµήν, θα γίνει
οπωσδήποτε κάποιο λάθος, που θα έχει σαν αποτέλεσµα µιαν
απώλεια ή και την ολοκληρωτική ήττα. Οι πιθανές κινήσεις, που
δεν είναι µόνο πολλές αλλά και περίπλοκες, προσφέρουν άπειρες
ευκαιρίες για λάθη˙ εννέα στις δέκα περιπτώσεις κερδίζει µάλλον ο
πιο προσεχτικός παρά ο πιο έξυπνος. Αντίθετα, στην ντάµα, όπου η
βασική κίνηση είναι µία, µε ελάχιστες παραλλαγές, οι πιθανότητες
απροσεξίας µειώνονται και η ένταση της προσοχής ατονεί. Τα
τυχόν πλεονεκτήµατα του παίκτη οφείλονται καθαρά στην
ανωτερότητα της οξυδέρκειάς του. Για να γίνουµε πιο συγκεκρι-
µένοι: ας υποθέσουµε ένα παιχνίδι ντάµας, όπου τα εναποµείναντα
πιόνια είναι µόνο τέσσερις βασιλιάδες, και ως εκ τούτου δεν
προβλέπεται να γίνει κάποιο λάθος. Είναι φανερό πως – εφόσον οι
παίκτες είναι ισοδύναµοι -η νίκη µπορεί να προδικαστεί µόνο από
µια recherché[ευρηµατική] κίνηση, που είναι αποτέλεσµα µεγάλης
διανοητικής προσπάθειας. Μη έχοντας την παραµικρή τυπική
διέξοδο, ο αναλυτής ορµά προς το πνεύµα του αντιπάλου του,
βολεύεται µια χαρά εκεί µέσα, και όχι σπάνια καταφέρνει να δει
αστραπιαία τις µοναδικές κινήσεις (συχνά πολύ απλές), που θα
πρέπει να αποφύγει.
Το Ουΐστ

3
, είναι από καιρό γνωστό για την θετική επίδρασή του
στην υπολογιστική δύναµη. Οι εξαιρετικά οξυδερκείς άνθρωποι

5
αντλούν µεγάλη ευχαρίστηση από αυτό το παιγνίδι, ενώ αποφεύ-
γουν το σκάκι, το οποίο θεωρούν αφελές. Αναµφίβολα, τίποτε δεν
ασκεί την αναλυτική ικανότητα περισσότερο. Μπορεί ο καλύτερος
σκακιστής της Χριστιανοσύνης να µην είναι µόνο καλός -ο
καλύτερος έστω- σκακιστής. Όµως η ικανότητα στο Ουΐστ είναι
ταυτόσηµη µε την ικανότητα σε όλες τις σοβαρές πνευµατικές
µάχες, όπου ο νους έχει αντίπαλο τον νου. Όταν λέω ικανότητα,
εννοώ την τέλεια γνώση του παιγνιδιού, η οποία συνίσταται στην
κατανόηση όλων των πηγών άντλησης νοµίµου πλεονεκτήµατος. Οι
πηγές αυτές είναι πολλές, πολύ διαφορετικές, και βρίσκονται
συνήθως στα λαγούµια της σκέψης, που δεν µπορεί να φτάσει η
κοινή λογική.
Η προσεκτική παρατήρηση ισοδυναµεί µε ισχυρή µνήµη. Ένας
παρατηρητικός σκακιστής µπορεί να πετύχει και στο Ουΐστ. Οι
κανόνες του Χόιλ
4
, που βασίζονται στον απλό µηχανισµό του
παιχνιδιού, είναι εν γένει επαρκώς κατανοητοί. Έτσι, η µνήµη και
οι µεθοδικές -µε το βιβλίο στο χέρι- κινήσεις θεωρούνται ως τα
κατεξοχήν χαρακτηριστικά του καλού παιξίµατος. Πέραν όµως των
ορίων ισχύος αυτού του απλού κανόνα, υφίσταται η δεξιότητα του
αναλυτή. Ο αναλυτής συγκεντρώνει σιωπηλά πλήθος παρατηρήσεις
και συµπεράσµατα. Βέβαια, το ίδιο κάνουν και οι αντίπαλοί του. Η
ανωτερότητα των δικών του πληροφοριών δεν έγκειται τόσο στην
αξία των συµπερασµάτων όσο στην ποιότητα των παρατηρήσεων.

Εδώ, η απαιτούµενη γνώση αφορά στο τι παρατηρείς. Ο παίκτης
µας δεν θέτει το παραµικρό όριο στον εαυτό του, ούτε, επειδή
αντικείµενό του είναι το παιγνίδι, απορρίπτει συµπεράσµατα που
προέρχονται από εξωτερικούς παράγοντες. Εξετάζει το ύφος του
συµπαίκτη του, συγκρίνοντάς το µε το ύφος των αντιπάλων του.
Μελετά τον τρόπο µε τον οποίο κρατά καθένας τα χαρτιά του,
συχνά υπολογίζοντας τις αξίες τους από τις µατιές που τους ρίχνουν
οι παίκτες˙ από «ατού» σε «ατού», κι από «δικαίωµα» σε
«δικαίωµα». Παρατηρεί κάθε αλλαγή στα πρόσωπα των παικτών,

6
σχηµατίζοντας έτσι ένα σηµαντικό απόθεµα αναγνωρίσιµων
συναισθηµατικών µεταπτώσεων, από την βεβαιότητα µέχρι την
έκπληξη, κι από την αίσθηση του θριάµβου µέχρι την λύπη. Από
τον τρόπο µε τον οποίο γίνεται ένα «κόλπο», ο αναλυτής µπορεί να
εικάσει αν αυτός που το έκανε είναι σε θέση να το ξανακάνει.
Καταλαβαίνει πότε µια κίνηση είναι προσποίηση, από τον τρόπο µε
τον οποίο έπεσε το χαρτί στο τραπέζι. Μια αµηχανία, µια
απρόσεκτη κουβέντα, το πέσιµο ή το γύρισµα ενός χαρτιού -µε την
αγωνία ή την αφροντισία που συνοδεύουν την προσπάθεια
απόκρυψης της λανθασµένης ενέργειας- η στενοχώρια, η αργοπο-
ρία, η βιασύνη, ο φόβος, όλα αυτά παρέχουν στην έµφυτη αντίληψη
του αναλυτή σοβαρές ενδείξεις για την ορθότητα των εικασιών του.
Μετά από δύο ή τρεις γύρους, είναι σε θέση να κατανοήσει
απόλυτα την τεχνική κάθε αντιπάλου, και να µαντέψει τον
συνδυασµό των φύλλων του. Κανονίζει πια τα χαρτιά του, σαν να
είχαν οι άλλοι τα δικά τους ανοιχτά.
Ωστόσο, η ικανότητα της ανάλυσης δεν πρέπει να συγχέεται µε
την απλή εξυπνάδα. Ο αναλυτής είναι κατ’ ανάγκην έξυπνος, ενώ ο
απλά ευφυής είναι συνήθως ανίκανος για αναλυτική σκέψη. Η

συµπερασµατική ή συνδυαστική δύναµη που έχει συνήθως η
ευφυΐα και που οι ψυχίατροι (εσφαλµένα κατά την γνώµη µου)
θεωρούν ως αρχέγονη δύναµη, παρατηρείται συχνότατα και σε
άτοµα που η νοηµοσύνη τους αγγίζει τα όρια της ηλιθιότητας. Ήδη
πολλοί ηθολόγοι συγγραφείς το έχουν παρατηρήσει αυτό. Βέβαια,
ανάµεσα στην εξυπνάδα και την αναλυτική ικανότητα υπάρχει πολύ
µεγαλύτερη διαφορά, από εκείνη που υπάρχει ανάµεσα στην
φαντασία και την φαντασιοπληξία. Όµως, σε γενικές γραµµές, είναι
ανάλογη. Έτσι, καταλήγει κανείς στο συµπέρασµα πως οι ευφυείς
είναι κατά κανόνα και φαντασιόπληκτοι, ενώ οι πραγµατικά
ευφάνταστοι δεν είναι παρά αναλυτικά πνεύµατα.

7
Η ιστορία που ακολουθεί είναι -κατά κάποιον τρόπο- ένα είδος
«κάλυψης» όσων ήδη προτάθηκαν. Τουλάχιστον έτσι παρουσιά-
ζεται στον αναγνώστη.
Την άνοιξη και εν µέρει το καλοκαίρι του 18** βρισκόµουν στο
Παρίσι, όπου γνωρίστηκα µε τον Μεσιέ Σ. Αύγουστο Ντυπέν. Ο
νεαρός αυτός ευγενής κατάγονταν από µια πραγµατικά εξαίρετη και
ένδοξη οικογένεια, αλλά εξ αιτίας πλήθους δυσάρεστων γεγονότων,
είχε πέσει σε τέτοια φτώχεια, ώστε η ενεργητικότητα του
χαρακτήρα του λύγισε, κι έπαψε να εµφανίζεται στον κόσµο ή να
ενδιαφέρεται για την ανάκτηση της περιουσίας του. Από
αβροφροσύνη των πιστωτών του, διατήρησε ένα µικρό υπόλοιπο
της πατρικής περιουσίας του. Με το εισόδηµα που έπαιρνε, και µε
αιµατηρές οικονοµίες, κατόρθωνε να εξασφαλίζει τα προς το ζειν,
χωρίς να ποθεί και τα περιττά. Μόνη του αδυναµία ήταν τα βιβλία.
Αλλά στο Παρίσι τα βιβλία δεν θεωρούνται πολυτέλεια.
Συναντηθήκαµε για πρώτη φορά σ’ ένα σκοτεινό παλαιοβιβλι-
οπωλείο της Οδού Μονµάρτ, όπου αναζητούσαµε και οι δύο το ίδιο

αξιόλογο και σπάνιο βιβλίο, µε αποτέλεσµα να γνωριστούµε. Από
τότε συναντηθήκαµε πολλές φορές. Ενδιαφέρθηκα για την µικρή
ιστορία της οικογενείας του, την οποία µου διηγήθηκε λεπτοµερώς,
µε την ειλικρίνεια ενός Γάλλου που µιλά για τον εαυτό του.
Εξεπλάγην από την απέραντη έκταση των γνώσεών του. Ιδιαίτερα
βαθιά εντύπωση µου έκαναν η άγρια ενάργεια και η θαυµαστή
ζωντάνια της φαντασίας του. Γυρεύοντας στο Παρίσι διάφορα
ενδιαφέροντα πράγµατα, αισθάνθηκα πως η συναναστροφή µου µ’
έναν τέτοιον άνθρωπο, θα ήταν για µένα θησαυρός ανεκτίµητος. Το
συναίσθηµά µου αυτό του το εξοµολογήθηκα µε κάθε ειλικρίνεια.
Στο τέλος, αποφασίσαµε πως για όσο διάστηµα θα έµενα στο
Παρίσι, καλά θα ήταν να συγκατοικούµε. Καθώς οι οικονοµικές
µου δυνατότητες ήταν κάπως καλύτερες από τις δικές του, µου
επέτρεψε να ενοικιάσω, και να επιπλώσω µε τον κάπως υπερβολικά
µελαγχολικό ρυθµό που ταίριαζε και τους δυο µας, σε µιαν ερηµική

8
γωνιά του Σαιν Ζερµέν, ένα ετοιµόρροπο και αλλόκοτο µέγαρο,
εγκαταλειµµένο από καιρό λόγω διαφόρων δεισιδαιµονιών, στις
οποίες εµείς δεν δίναµε σηµασία. Αν ο κόσµος µάθαινε τον τρόπο
µε τον οποίο ζούσαµε, θα µας θεωρούσε τρελούς˙ ίσως αρκετά
ακίνδυνους, αλλά τρελούς. Η αποµόνωσή µας ήταν απόλυτη. ∆εν
δεχόµαστε ποτέ επισκέψεις. Κρατήσαµε ζηλότυπα το µυστικό την
νέα κατοικία µας από τους προηγούµενους γνωστούς µας, αν και ο
Ντυπέν είχε πάψει από καιρό να έχει γνωστούς και φίλους στο
Παρίσι.
Ζούσαµε µόνοι, µε συντροφιά τον εαυτό µας. Ο φίλος µου είχε
την bizarrerie [ιδιοτροπία] (πώς αλλιώς να την ονοµάσω;) να είναι
ερωτευµένος µε την νύχτα. Ενέδωσα και σ’ αυτήν την µανία του,
χωρίς την παραµικρή αντίσταση, εγκαταλείποντας την ψυχή µου

στις φαντασιοπληξίες του. Η νύχτα, η σκοτεινή αυτοκράτειρα, δεν
µας ήταν πάντα πιστή, αλλά εµείς µπορούσαµε να εκβιάζουµε την
παρουσία της. Με την πρώτη υποψία αυγής, κλείναµε τις τεράστιες
γρίλιες του παλιού µας µεγάρου, ανάβαµε ένα δυο κεριά που
φώτιζαν το περιβάλλον µας µε το ωχρό και ασθενικό φως τους, και
µε την βοήθειά τους πελαγοδροµούσαµε στα όνειρά µας, διαβά-
ζοντας, γράφοντας ή κουβεντιάζοντας, ώσπου το ρολόι µας
ειδοποιούσε πως έφτασε το αληθινό σκοτάδι. Τότε παίρναµε τους
δρόµους ο ένας πλάι στον άλλο, συνεχίζοντας τις κουβέντες της
ηµέρας, περιπλανώµενοι σε αποµακρυσµένες γειτονιές µέχρι αργά,
αναζητώντας, µέσα στ’ άγρια φώτα και τα σκοτάδια της τεράστιας
πόλης, την απεραντοσύνη της πνευµατικής έξαρσης, που πολλοί
µόνο στην επίµονη και ψυχρή έρευνα µπορούν να βρουν.
Κάτι τέτοιες ώρες δεν µπορούσα παρά να παρατηρώ και να
θαυµάζω (παρόλο που η πλούσια πνευµατικότητά µου µε είχε
εντελώς προετοιµάσει) την παράξενη αναλυτική ικανότητα του
Ντυπέν. Κι εκείνος φαινόταν πολύ ευχαριστηµένος να την εξασκεί,
αν όχι να την επιδεικνύει. Πολλές φορές µάλιστα, δεν δίσταζε να
µου εξοµολογείται την ευχαρίστηση που ένοιωθε. Κόµπαζε, µ’ ένα

9
αινιγµατικό χαµόγελο, πως οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν γι’
αυτόν πλασµένοι από γυαλί. Τον ισχυρισµό του τον αποδείκνυε
συνήθως µε εκπληκτικά δείγµατα της φοβερής εµπειρίας του. Τις
στιγµές αυτές, η συµπεριφορά του ήταν ψυχρή και κάπως
αφηρηµένη. Τα µάτια του έχαναν κάθε έκφραση και η φωνή του -
πλούσια φωνή τενόρου- έβγαινε τρεµουλιαστή και κάπως
οργισµένη, όχι όµως και χωρίς κάποιον τόνο περίσκεψης ή
ειλικρίνειας. Παρατηρώντας τον, θυµόµουν συχνά την παλαιά
φιλοσοφική διδασκαλία για την ∆ιπλή Ψυχή, και διασκέδαζα πολύ

µε την σκέψη ενός διπλού Ντυπέν: ο δηµιουργικός και ο
αναλυτικός.
Μην βάλετε µε το νου σας πως όλες αυτές οι λεπτοµέρειες είναι
γιατί προτίθεµαι να σας διηγηθώ καµιά ιστορία µυστηρίου ή να
συνθέσω κανένα ροµαντικό µυθιστόρηµα. Ό,τι είπα για τον Γάλλο,
είναι απλώς αποτέλεσµα της µελέτης µιας ερεθισµένης ή αν θέλετε
ασθενούσης διάνοιας. Και για να συγκεκριµενοποιήσω τις
παρατηρήσεις µου µ’ ένα παράδειγµα, ακούστε το παρακάτω. Ίσως
κάνω µ’ αυτό εναργέστερη την ιδέα µου.
Μια νύχτα περπατούσαµε άσκοπα σ’ ένα βρώµικο στενοσόκακο
του Παλαί Ρουαγιάλ. Βυθισµένοι στις σκέψεις µας, είχαµε να
ανταλλάξουµε κουβέντα τουλάχιστον για ένα τέταρτο, όταν
ξαφνικά ο Ντυπέν είπε:
«Στην πραγµατικότητα είναι κοντούτσικος. Γι’ αυτό θα τα
κατάφερνε καλύτερα στο Βαριετέ!»
«∆εν υπάρχει αµφιβολία γι’ αυτό» απάντησα εγώ αστόχαστα,
χωρίς καν να αντιληφθώ τον αλλόκοτο τρόπο µε τον οποίο ο φίλος
µου είχε συλλάβει τι σκεπτόµουν. Τόσο απορροφηµένος ήµουν.
Χρειάστηκα ένα ολόκληρο λεπτό για να συγκεντρωθώ, και να
νοιώσω δυνατή έκπληξη.
«Ντυπέν» είπα σοβαρά, «αυτό είναι πέρα από την λογική µου.
∆εν διστάζω να σου πω πως έχω µείνει κατάπληκτος˙ µόλις και
µετά βίας εµπιστεύοµαι τις αισθήσεις µου. Πώς είναι δυνατόν να

10
ξέρεις ότι σκεπτόµουν » Εδώ σταµάτησα, για να αποκλείσω κάθε
αµφιβολία µου αν ήξερε πραγµατικά ποιον σκεπτόµουν.
« τον Σαντιγύ!» είπε ο Ντυπέν. «Γιατί σταµατάς; Σκεφτόσουν
ότι το µικρό ανάστηµά του δεν ταιριάζει στην τραγωδία».
Πραγµατικά, αυτό ακριβώς συλλογιζόµουν. Ο Σαντιγύ ήταν

ένας quondam [πρώην] µπαλωµατής της Οδού Σαιν Ντενύ. Είχε
ερωτευθεί ξαφνικά το θέατρο κι επιχείρησε να παίξει τον rôle
[ρόλο] του Ξέρξη στην τραγωδία του Κρεµπιγιόν
5
. Η κακή του
ηθοποιία έγινε αφορµή να δουν το φως πολλές σάτιρες εναντίον
του.
«Πες µου, για όνοµα του Θεού, την µέθοδο που χρησιµοποιείς -
αν υπάρχει µέθοδος- για να βολιδοσκοπήσεις την ψυχή µου σε
τούτη εδώ την υπόθεση» φώναξα, πολύ πιο κατάπληκτος απ’ όσο
έδειχνα.
«Ο µανάβης» είπε ο φίλος µου, «ήταν η αιτία για να φτάσεις
στο συµπέρασµα πως ο πρώην µπαλωµατής δεν είναι αρκετά ψηλός
για Ξέρξης et id genus omne [και τα σχετικά]».
«Ο µανάβης; Με καταπλήσσεις. ∆εν γνωρίζω κανέναν
µανάβη».
«Ωστόσο, µανάβης ήταν ο άνθρωπος που έπεσε πάνω σου µόλις
µπήκαµε σ’ αυτόν τον δρόµο, πριν ένα τέταρτο».
Πραγµατικά, το θυµήθηκα εκείνη την στιγµή. Κάποιος
µανάβης, που είχε στο κεφάλι του ένα µεγάλο καλάθι µε µήλα,
έπεσε απρόσεκτα πάνω µου και σχεδόν µε πέταξε κάτω, ενώ
στρίβαµε από την Οδό Σ. στο στενό βαδίζαµε τώρα. Τι σχέση Όµως
µου ήταν αδύνατο να καταλάβω τι σχέση είχαν όλα αυτά µε τον
Σαντιγύ.
Στα λόγια του Ντυπέν δεν υπήρχε ίχνος charlâtanerie
[αγυρτείας].

11



Αναζητώντας, µέσα στ’ άγρια φώτα και τα σκοτάδια της τεράστιας πόλης, την
απεραντοσύνη της πνευµατικής έξαρσης, που πολλοί µόνο στην επίµονη και
ψυχρή έρευνα µπορούν να βρουν
.

12
«Θα σου εξηγήσω, και θα τα καταλάβεις όλα» µου είπε. «αµέσως
µόλις κάνουµε ανάποδα την πορεία των σκέψεών σου, ξεκινώντας
από την στιγµή που σου µίλησα και πηγαίνοντας προς την
rencontre [σύγκρουση] µε τον µανάβη. Να οι σηµαντικότεροι
κρίκοι αυτής της αλυσίδας: ο Σαντιγύ, ο Ωρίων
6
, ο ∆ρ. Νικόλ
7
, ο
Επίκουρος, η Στερεοτοµία
8
, οι πέτρες του δρόµου, ο µανάβης».
Μερικοί άνθρωποι δεν έτυχε ποτέ να κάνουν προς τα πίσω τα
βήµατα, µε τα οποία η σκέψη τους έφτασε σε ορισµένα
συµπεράσµατα. Το εγχείρηµα είναι συχνά πολύ ενδιαφέρον, και ο
πρωτόπειρος µένει έκπληκτος διαπιστώνοντας πόσο µακριά
βρίσκεται η αφετηρία από τον στόχο, και πόση ασυναρτησία
απλώνεται ανάµεσά τους. Αυτό µου συνέβη όταν άκουσα τι είπε ο
Γάλλος, κι αναγνώρισα πως ήταν όλα αλήθεια.
«Αν θυµάµαι καλά, µιλούσαµε για άλογα, λίγο πριν αφήσουµε
την οδό Σ.» συνέχισε εκείνος. «Καθώς µπαίναµε σε τούτο τον
δρόµο, µας προσπέρασε βιαστικά ένας µανάβης, µ’ ένα µεγάλο
καλάθι στο κεφάλι, και σε στρίµωξε κοντά σ’ ένα µεγάλο σωρό
πέτρες, στο σηµείο όπου ο δρόµος επισκευάζεται. Με το

στρίµωγµα, αναγκάστηκες να πατήσεις πάνω σε µια χαλαρωµένη
πλάκα, γλίστρησες και στραµπούλιξες λιγάκι τον αστράγαλό σου.
Φάνηκες αρκετά θυµωµένος και κατσούφιασες. Μουρµούρισες
µερικές λέξεις, έριξες µια µατιά στο σωρό και ύστερα προχώρησες
σιωπηλός. ∆εν είχα πρόθεση να εξετάσω τις πράξεις σου, αλλά
τώρα τελευταία η παρατηρητικότητα µου έχει γίνει ένα είδος
έµµονης συνήθειας. Στην συνέχεια, προσήλωσες το βλέµµα σου
στο έδαφος, παρατηρώντας εξοργισµένος τις λακκούβες και τα
ρείθρα του πεζοδροµίου. Έτσι κατάλαβα πως σκεπτόσουν ακόµη
τις πέτρες, κι αυτό κράτησε ώσπου φτάσαµε στην µικρή Οδό
Λαµαρτίν, που έχει στρωθεί δοκιµαστικά µε βιδωτές πλάκες. Εδώ,
η όψη σου φωτίστηκε κι αντιλήφθηκα τα χείλη σου να σαλεύουν.
Μουρµούρισες την λέξη Στερεοτοµία, έναν όρο που µου θύµισε το
είδος του οδοστρώµατος. Ξέρω βέβαια πως δεν µπορείς να σκεφτείς

13
την στερεοτοµία, χωρίς να φέρεις στο νου σου τον Επίκουρο και
την θεωρία του περί ατόµων, από την στιγµή που προ ηµερών
είχαµε συζητήσει το θέµα, και θυµάσαι που λέγαµε ότι οι ασαφείς
µαντείες αυτού του σοφού Έλληνα είχαν επιβεβαιωθεί από την
πρόσφατη διατύπωση της Υπόθεσης των Νεφελωµάτων. Ήταν
αδύνατον λοιπόν, ύστερα απ’ όλα αυτά, να µην σηκώσεις τα µάτια
προς τον ουρανό και συγκεκριµένα προς το νεφέλωµα του Ωρίωνα.
Έτσι κι έκανες, πράγµα που µου επιβεβαίωσε ότι βρισκόµουν στο
σωστό δρόµο.
»Αλλά στο χθεσινό φύλλο του σατιρικού περιοδικού Μουσείο,
δηµοσιεύθηκε µια σάτιρα µε πικρούς υπαινιγµούς για την αλλαγή
του ονόµατος του πρώην µπαλωµατή και την οικειοποίηση των
κοθόρνων απ’ αυτόν. Ο πικρόχολος συντάκτης παρέθετε κι ένα
λατινικό στίχο, για τον οποίο έχουµε συζητήσει συχνά. Εννοώ τον

στίχο:

Perdidit antiquum litera prima sonum
[Το πρώτο γράµµα έχασε τον πρώτο του ήχο]

Όπως λέγαµε, ο στίχος αναφέρονταν στον Ωρίωνα [Orion], που
παλιότερα γραφόταν Urion. Με τόσες κουβέντες που κάναµε επί
του θέµατος, δεν το είχες ξεχάσει εντελώς. Ότι το συνδύασες µε τον
Σαντιγύ, φάνηκε από το χαµόγελό σου.
Προφανώς σκέφτηκες πως ο δυστυχής πρώην µπαλωµατής είχε
πάει ολωσδιόλου χαµένος. Μέχρι εκείνη την στιγµή περπατούσες
σκυφτός. Από κει και πέρα τεντώθηκες σ’ όλο σου το ύψος. Ήµουν
σίγουρος πια πως σκεφτόσουν το µικρό ανάστηµα του Σαντιγύ. Και
τότε διέκοψα τις σκέψεις σου, για να κάνω παρατηρήσω πως ο
φίλος µας είναι κοντούτσικος, και θα τα κατάφερνε καλύτερα στο
Βαριετέ».

14
∆εν είχε περάσει πολύ καιρός από το περιστατικό, όταν
κοιτάζοντας την απογευµατινή έκδοση της Εφηµερίδος των
∆ικαστηρίων, µας τράβηξε την προσοχή το παρακάτω δηµοσίευµα:
‘ΑΛΛΟΚΟΤΟΙ ΦΟΝΟΙ: Σήµερα, γύρω στις 3 το πρωί,
απαίσιες και παρατεταµένες κραυγές, που έρχονταν από τον
τέταρτο όροφο ενός σπιτιού της Οδού Μοργκ, σήκωσαν στο πόδι
την συνοικία Σαιν Ροκ. Το σπίτι αυτό είναι γνωστό πως ανήκει σε
κάποια Μαντάµ Λεσπανέιγ και στην κόρη της, ∆εσποινίδα Καµίλλη
Λεσπανέιγ. Ύστερα από αρκετές αργοπορηµένες απόπειρες να
παραβιαστεί οµαλά η πόρτα, χρησιµοποιήθηκε λοστός και οκτώ ή
δέκα γείτονες µπήκαν στο σπίτι, συνοδευόµενοι από δύο gendarmes
[Αστυνοµικούς]. Όµως οι κραυγές είχαν πάψει. Καθώς ανέβαιναν

την σκάλα του πρώτου ορόφου, ακούστηκαν δύο ή και
περισσότερες φωνές, σαν κάποιοι να φιλονικούσαν άγρια στο
επάνω µέρος του σπιτιού. Όταν έφτασαν στον δεύτερο όροφο, οι
φωνές σίγησαν κι απλώθηκε απόλυτη ησυχία σε όλο το σπίτι.
Χωρίστηκαν κι άρχισαν να ερευνούν τα δωµάτια. Στο πίσω µέρος
του σπιτιού, όπου βρίσκεται το τέταρτο διαµέρισµα, ένα µεγάλο
δωµάτιο ήταν κλειδωµένο από µέσα. Αναγκάστηκαν να
παραβιάσουν την πόρτα, και τότε βρέθηκαν µπροστά σ’ ένα
αποτρόπαιο θέαµα, που τους γέµισε όλους µε δέος και κατάπληξη.
’Χάος επικρατούσε στο δωµάτιο. Τα έπιπλα ήταν σπασµένα και
τα κοµµάτια τους πεταµένα παντού. Υπήρχε µόνον ένα κρεβάτι. Το
στρώµα του είχε αποσπαστεί και ήταν πεταµένο στο πάτωµα
καταµεσής του δωµατίου. Σε µια καρέκλα βρισκόταν ένα ξυράφι
γεµάτο αίµατα. Στο τζάκι βρέθηκαν δύο τρεις µακριές τούφες
γκρίζα µαλλιά, επίσης µατωµένα. Ήταν φανερό πως είχαν
ξεριζωθεί. Στο πάτωµα βρέθηκαν τέσσερα Ναπολεόνια
9
, ένα
σκουλαρίκι από τοπάζι, τρία µεγάλα ασηµένια κουτάλια, τρία
µικρότερα από métal d'Alger [αλπακά], και δύο τσάντες µε
τέσσερις χιλιάδες Φράγκα περίπου. Τα συρτάρια ενός bureau
[γραφείου], που βρισκόταν στην γωνία, είχαν παραβιαστεί και

15
λεηλατηθεί, αν και πολλά πράγµατα είχαν µείνει ακόµη µέσα. Ένα
µικρό σιδερένιο χρηµατοκιβώτιο βρέθηκε κάτω από το στρώµα (όχι
κάτω από το κρεβάτι). Ήταν ανοιχτό, µε το κλειδί ακόµη
περασµένο στην κλειδαριά. Μέσα δεν είχε παρά λίγα χαρτιά µικρής
αξίας, και ορισµένα παλαιά γράµµατα.
’ Ίχνη της Μαντάµ Λεσπανέιγ δεν βρέθηκαν. Όµως

παρατήρησαν πως υπήρχε σκορπισµένη πολλή στάχτη γύρω στο
τζάκι, και ψάχνοντας στην καπνοδόχο, βρήκαν (ανατριχιάζει και
που το σκέφτεται κανείς!) το πτώµα της κόρης µε το κεφάλι προς
τα κάτω. Το κορµί της, που ήταν ακόµη ζεστό, έφερε πολλές
κακώσεις, οφειλόµενες, το δίχως άλλο, στην σκληρότητα µε την
οποία την έσυραν, σε αρκετά µεγάλη απόσταση, µέχρι την
καπνοδόχο. Στο πρόσωπο του πτώµατος υπήρχαν µεγάλες
γρατσουνιές και στον λαιµό του µελανά σηµάδια και βαθιά ίχνη
από νύχια, σαν να είχε στραγγαλιστεί.
’Αφού έψαξαν όλο το σπίτι, τα µέλη της οµάδας προχώρησαν
σε µια µικρή πλακόστρωτη αυλή, στο πίσω µέρος του σπιτιού. Εκεί
βρήκαν το πτώµα της γηραιάς Κυρίας, µε τον λαιµό κοµµένο τόσο
βαθιά, ώστε µε την πρώτη προσπάθεια που έκαναν να
µετακινήσουν την νεκρή, το κεφάλι έπεσε. Τόσο το σώµα όσο και
το κεφάλι της γηραιάς Κυρίας, έφεραν τροµερές κακώσεις.
Ιδιαίτερα το σώµα της, ήταν τόσο κακοποιηµένο, ώστε µόλις και
µετά βίας διατηρούσε το ανθρώπινο σχήµα του.
’Απ’ όσο γνωρίζουµε τουλάχιστον, δεν ρίχτηκε ακόµη το
παραµικρό φως σ’ αυτό το φρικτό µυστήριο’.
Στο φύλλο της εποµένης αναφέρονταν οι ακόλουθες
λεπτοµέρειες.
‘Η τραγωδία της Οδού Μοργκ. Πολλά άτοµα εξετάστηκαν ως
τώρα σχετικά µε την αλλόκοτη και φοβερή αυτή υπόθεση» (στην
Γαλλία η λέξη υπόθεση δεν έχει ακόµη εκείνο το επιπόλαια πονηρό
νόηµα που έχει σε µας) «αλλά τίποτε δεν ξεκαθαρίστηκε ακόµη,

16
ώστε να ριχτεί κάποιο φως. Παρακάτω δηµοσιεύουµε τα πρακτικά
των ανακρίσεων:
’Πωλίν Ντιµπούργκ˙ πλύστρα. Καταθέτει πως απ’ εδώ και τρία

χρόνια γνώριζε και τις δύο νεκρές, και έπλενε τα ρούχα τους. Η
γηραιά Κυρία και η κόρη της φαίνονταν να έχουν καλή σχέση˙ κάτι
περισσότερο µάλιστα: ήταν αφοσιωµένες η µία στην άλλη. Στην
πληρωµή ήταν τακτικότατες. Για τον τρόπο και τα µέσα της ζωής
τους δεν γνωρίζει τίποτε. Πάντως είχε την πληροφορία ότι η
Μαντάµ Λεσπανέιγ ήταν χαρτορίχτρα. Οι φήµες έλεγαν πως η
γηραιά Κυρία είχε κοµπόδεµα. Όποτε πήγε για να πάρει τα άπλυτα
ή να φέρει τα καθαρά, δεν συνάντησε ξένο πρόσωπο στο σπίτι.
Υπηρέτης δεν υπήρχε κανείς. Μόνο ο τέταρτος όροφος ήταν
επιπλωµένος.
’Πιερ Μορώ˙ καπνοπώλης. Καταθέτει ότι προµήθευε, επί
τέσσερα χρόνια, ταµπάκο και φυτίλι στην Μαντάµ Λεσπανέιγ. Οι
δύο νεκρές κατοικούσαν στο σπίτι αυτό πάνω από έξι χρόνια.
Προηγουµένως το ενοικίαζαν σε κάποιον κοσµηµατοπώλη, που
υπενοικίαζε τα επάνω δωµάτια σε διάφορα άτοµα. Το σπίτι ήταν
περιουσία της Μαντάµ Λ. Είχε βαρεθεί την συµπεριφορά των
ενοικιαστών και δεν έβαζε πια κανέναν. Η γηραιά Κυρία ήταν
ξεµωραµένη. Την κόρη της ο µάρτυρας την είχε δει πέντε ή έξι
φορές, κατά τα έξι τελευταία χρόνια. Και οι δύο έκαναν εξαιρετικά
αποτραβηγµένη ζωή. Ο κόσµος πίστευε πως είχαν λεφτά. Είχε
ακούσει κι αυτός στην γειτονιά πως η Μαντάµ Λεσπανέιγ έλεγε την
µοίρα, µα δεν πίστευε τέτοιο πράγµα. Τα µόνα πρόσωπα που είχε
δει να µπαινοβγαίνουν στο σπίτι ήταν ένας βαστάζος (µία ή δύο
φορές) κι ένας γιατρός (οκτώ ή δέκα φορές).
’Οι καταθέσεις των περισσοτέρων γειτόνων ήταν περίπου ίδιες.
∆εν αναφέρθηκε κανένας τακτικός επισκέπτης στο σπίτι των δύο
νεκρών γυναικών. Κανείς δεν ήξερε αν είχαν στενούς συγγενείς. Τα
εξώφυλλα των παραθύρων, που έβλεπαν στον δρόµο, τα άνοιγαν
σπανίως. Το ίδιο και τα παράθυρα του πίσω µέρους του σπιτιού,


1
7
εκτός από ένα δωµάτιο στον τέταρτο όροφο. Το σπίτι ήταν
καλούτσικο και όχι πολύ παλιό.
’Ισίδωρος Μυζέ˙ gendarme [Αστυνοµικός]. Καταθέτει ότι
εκλήθη στο σπίτι περί τις τρεις τα ξηµερώµατα. Βρήκε στην
εξώπορτα είκοσι έως τριάντα άτοµα, που προσπαθούσαν να την
παραβιάσουν. Στο τέλος την παραβίασαν µε ξιφολόγχη και όχι µε
λοστό. ∆ε δυσκολεύτηκαν πολύ να την ανοίξουν. Ήταν δίφυλλη και
ξεµαντάλωτη επάνω και κάτω. Οι κραυγές συνεχίζονταν ως την
στιγµή που παραβιάστηκε η πόρτα. Αµέσως µετά σταµάτησαν.
Έµοιαζαν µε κραυγές ανθρώπου ή ανθρώπων που βρίσκονταν σε
µεγάλη αγωνία. Ήταν δυνατές και συνεχείς. Ο µάρτυς προχώρησε
στην σκάλα. Όταν έφτασε στον πρώτο όροφο, άκουσε δύο φωνές
να µαλώνουν δυνατά. Η µια ήταν τραχιά και η άλλη στριγκή και
πολύ περίεργη. Μπόρεσε να ξεχωρίσει µερικές λέξεις από την
πρώτη. Έχει την ιδέα πως ήταν φωνή Γάλλου. Επίσης ήταν βέβαιος
πως η φωνή ήταν ανδρική. Οι λέξεις που ξεχώρισε είναι sacré
[καταραµένε] και diable [διάβολε]. Η στριγκή φωνή ήταν -κατά την
άποψή του- φωνή ξένης γυναίκας. ∆εν µπόρεσε να καταλάβει τι
έλεγε, µα πιστεύει πως µιλούσε ισπανικά. Η περιγραφή του
δωµατίου και των πτωµάτων συµφωνούσε µε την περιγραφή που
δώσαµε στο χθεσινό µας φύλλο.
’Ερίκος Ντυβάλ˙ γείτονας, χρυσοχόος. Καταθέτει ότι µπήκε στο
σπίτι µε την πρώτη οµάδα. Επιβεβαιώνει την κατάθεση του Μυζέ.
Μόλις παραβίασαν την πόρτα και µπήκαν, την ξανάκλεισαν
αµέσως, για να κρατήσουν έξω το πλήθος που είχε µαζευτεί. Κατά
την γνώµη του, η στριγκή φωνή ανήκε µάλλον σε Ιταλό. Πάντως
είναι βέβαιος πως δεν ανήκε σε Γάλλο. Αν η φωνή ήταν
ανδρική ή γυναικεία, δεν µπορεί να το βεβαιώσει. Ίσως να ήταν

γυναικεία. Ιταλικά ο µάρτυς δεν γνωρίζει. Από τον τόνο όµως,
κρίνει πως ο οµιλητής ήταν Ιταλός. Την Μαντάµ Λεσπανέιγ και την
κόρη της τις γνώριζε καλά. Μάλιστα, είχε κουβεντιάσει µαζί τους

18
πολλές φορές. Επίσης βεβαιώνει πως η στριγκή φωνή δεν ανήκε σε
καµία από τις δύο.
’ Οντενχάιµερ˙ restaurateur [εστιάτωρ]. Προσήλθε αυθόρµητα
ως µάρτυς. Επειδή δεν µιλούσε γαλλικά, έδωσε την κατάθεσή του
µε διερµηνέα. Γεννήθηκε στο Άµστερνταµ. Περνούσε τυχαία έξω
από το σπίτι, την ώρα που ακούστηκαν οι κραυγές. Κράτησαν
κάµποσα λεπτά, ίσως δέκα. Ήταν δυνατές, απαίσιες και
απελπισµένες. Μπήκε µε τους άλλους στο κτίριο. Επιβεβαίωσε όλα
τα σηµεία των προηγουµένων καταθέσεων, πλην ενός: είναι
βέβαιος πως η στριγκή φωνή ήταν ανδρική και µάλιστα Γάλλου.
∆εν µπόρεσε να ξεχωρίσει λόγια, γιατί οι φωνές ήταν δυνατές,
γρήγορες, τροµαγµένες και θυµωµένες. Η τραχιά φωνή είπε sacré
[καταραµένε], diable [διάβολε], και µία φορά mon Dieu [Θεέ µου].
’Ιούλιος Μινιώ˙ τραπεζίτης. Μινιώ και Υιός, Οδός Ντιλοβίν.
Είναι ο γηραιότερος Μινιώ. Η Μαντάµ Λεσπανέιγ είχε κάποια
περιουσία. ∆ιατηρούσε ανοιχτό λογαριασµό στην τράπεζά του, από
την άνοιξη του **** (πριν από επτά χρόνια). Έκανε συχνά
µικροκαταθέσεις. ∆εν είχε πραγµατοποιήσει την παραµικρή
ανάληψη µέχρι τρεις ηµέρες πριν τον φόνο της, οπότε απέσυρε
προσωπικά 4.000 Φράγκα. Το ποσόν κατεβλήθη σε χρυσό, που τον
µετέφερε στο σπίτι της ένας υπάλληλος.
’Αδόλφος Λεµπόν˙ υπάλληλος της Μινιώ και Υιός. Καταθέτει
πως το µεσηµέρι της συγκεκριµένης ηµέρας, συνόδευσε την
Μαντάµ Λεσπανέιγ στο σπίτι της, µε 4.000 Φράγκα σε δύο τσάντες.
Την πόρτα άνοιξε η ∆εσποινίς Λεσπανέιγ, η οποία πήρε από τα

χέρια του την µία από τις δύο τσάντες, ενώ η γηραιά Κυρία τον
απάλλαξε από την άλλη. Αυτός χαιρέτησε και έφυγε. Στον δρόµο
δεν είδε κανέναν εκείνη την ώρα. Είναι πάροδος˙ πολύ ήσυχη.
’Ουίλιαµ Μπερντ˙ ράφτης. Καταθέτει πως µπήκε στο σπίτι µε
τον κόσµο που είχε µαζευτεί από κάτω. Είναι Άγγλος. Ζει στο
Παρίσι δυο χρόνια. Άκουσε καθαρά τις φωνές που φιλονικούσαν. Η
τραχιά ανήκε σε Γάλλο. Κατάφερε να ξεχωρίσει αρκετές λέξεις,

19
αλλά δεν τις θυµάται όλες. Άκουσε καθαρά τις λέξεις sacré
[καταραµένε] και mon Dieu [Θεέ µου]. Την ίδια στιγµή, ακούστηκε
ένας θόρυβος, σαν να πάλευαν πολλά άτοµα˙ σπρωξιές,
χτυπήµατα Η στριγκή φωνή ήταν πολύ δυνατή, δυνατότερη από
την τραχεία. Το αποκλείει να ανήκε σε Άγγλο. Έµοιαζε µε φωνή
Γερµανού. Ίσως να ήταν γυναικεία. Γερµανικά δεν γνωρίζει.
’Τέσσερις από τους ως άνω µάρτυρες, όταν επανεξετάστηκαν,
δήλωσαν πως η πόρτα του δωµατίου ήταν κλειδωµένη από µέσα.
Τα πάντα ήταν ήσυχα˙ ούτε στεναγµοί ακούγονταν ούτε άλλος
θόρυβος. Όταν παραβίασαν την πόρτα και µπήκαν µέσα, δεν είδαν
κανέναν. Τα παράθυρα και του πίσω και του µπροστινού δωµατίου
ήταν κλειστά και καλά ασφαλισµένα από µέσα. Η πόρτα που
χώριζε τα δύο δωµάτια ήταν κλειστή αλλά όχι κλειδωµένη. Η
πόρτα, που έβγαζε από το µπροστινό δωµάτιο στον διάδροµο, ήταν
κλειδωµένη από µέσα. Ένα µικρό δωµάτιο του τετάρτου ορόφου,
που έβλεπε στον δρόµο, είχε την πόρτα ορθάνοιχτη. Ήταν γεµάτο
παλιά κρεβάτια, κιβώτια και διάφορα άλλα πράγµατα, που
µετακινήθηκαν και ερευνήθηκαν προσεκτικά. ∆εν έµεινε γωνιά του
σπιτιού που να µην ερευνηθεί µε την δέουσα προσοχή. Ακόµα και
σκούπες χώθηκαν στις καπνοδόχους. Το σπίτι ήταν τετραώροφο µε
mansardes (σοφίτες). Μια καταπακτή στην οροφή ήταν καρφωµένη

πολύ σταθερά, και φαινόταν να µην έχει ανοιχτεί εδώ και πολλά
χρόνια. Το χρονικό διάστηµα ανάµεσα στις φωνές που µάλωναν και
στην παραβίαση της πόρτας του δωµατίου, προσδιορίστηκε πολύ
διαφορετικά από κάθε µάρτυρα. Μερικοί δήλωσαν πως ήταν
ελάχιστο: τρία λεπτά, κι άλλοι κάπως µεγαλύτερο: πέντε λεπτά. Η
πόρτα ανοίχτηκε µε δυσκολία.
’Αλφόνσο Καρθίο˙ εργολάβος κηδειών. Καταθέτει πως διαµένει
στην Οδό Μοργκ. Γεννήθηκε στην Ισπανία. Ήταν ένας από την
οµάδα των γειτόνων που εισέβαλαν στο σπίτι. ∆εν ανέβηκε τις
σκάλες, γιατί είναι νευρικός και φοβάται τις συνέπειες που µπορεί
να έχουν για το νευρικό του σύστηµα οι ανώµαλες καταστάσεις.

20
Άκουσε, ωστόσο, τις φωνές που φιλονικούσαν. Η τραχιά ήταν
φωνή Γάλλου. Η στριγκή ανήκε σε Άγγλο˙ είναι βέβαιος γι’ αυτό.
Αγγλικά δεν γνωρίζει, αλλά το συµπεραίνει από τον τόνο.
’Αλµπέρτο Μοντάνι˙ ζαχαροπλάστης. Καταθέτει πως ήταν από
τους πρώτους που ανέβηκαν τις σκάλες. Άκουσε τις φωνές. Η
τραχιά ήταν φωνή Γάλλου και ξεχώρισε πολλές λέξεις. Έµοιαζαν
µε αυστηρές παρατηρήσεις. ∆εν µπόρεσε να ξεχωρίσει τις λέξεις
που πρόφερε η στριγκή φωνή. Μιλούσε γρήγορα και τραύλιζε.
Νοµίζει πως µάλλον ανήκε σε Ρώσο. Ωστόσο, Ιταλός αυτός, δεν
µίλησε ποτέ µε Ρώσο.
’Αρκετοί µάρτυρες, που κλήθηκαν για δεύτερη φορά,
βεβαίωσαν πως οι καπνοδόχοι όλων των δωµατίων του τετάρτου
ορόφου ήταν πολύ στενές, ώστε να επιτρέπουν το πέρασµα
ανθρωπίνου σώµατος. Όταν µιλούσαν για σκούπες, αναφέρονταν
στις κυλινδρικές βούρτσες που µεταχειρίζονται οι
καπνοδοχοκαθαριστές. Τέτοιες βούρτσες ανεβοκατέβηκαν σε κάθε
καπνοδόχο του σπιτιού. Στο πίσω µέρος του σπιτιού δεν υπάρχει

καµία δίοδος. Συνεπώς αποκλείεται να έφυγε κάποιος από εκεί, την
ώρα που οι γείτονες και οι συγκεντρωµένοι περαστικοί ανέβαιναν
τις σκάλες. Το σώµα της κοπέλας ήταν τόσο γερά σφηνωµένο στην
καπνοδόχο, ώστε µόνο όταν το τράβηξαν γερά τέσσερις πέντε µαζί,
στάθηκε δυνατόν να το ξεκολλήσουν.
’Πωλ Ντυµά˙ ιατρός. Καταθέτει πως κλήθηκε περί τα
ξηµερώµατα, για να εξετάσει τα πτώµατα. Και τα δύο είχαν
τοποθετηθεί στο κρεβάτι του δωµατίου, όπου βρέθηκε το πτώµα
της κόρης. Το σώµα της νεαράς Κυρίας έφερε πολλές κακώσεις και
εκδορές. Η εικόνα που παρουσίαζε οφειλόνταν, ασφαλώς, στον
βίαιο τρόπο µε τον οποίο σφηνώθηκε στην καπνοδόχο. Ο λαιµός
της ήταν σε αθλία κατάσταση. Έφερε βαθιές γρατσουνιές ακριβώς
κάτω από το σαγόνι, και µελανά σηµάδια, που προφανώς ήταν
αποτυπώµατα δαχτύλων. Το χρώµα του προσώπου ήταν
τροµακτικά αλλοιωµένο, και τα µάτια σχεδόν πεταγµένα από τις

21
κόγχες τους. Η γλώσσα ήταν εν µέρει κοµµένη µε τα δόντια. Ένα
µεγάλο σηµάδι που -το δίχως άλλο- οφείλονταν σε πίεση από
γόνατο, κάλυπτε το στοµάχι. Κατά την γνώµη του Μ. Ντυµά, η
∆εσποινίς Λεσπανέιγ στραγγαλίστηκε από ένα ή πολλά άγνωστα
άτοµα. Το σώµα της µητέρας ήταν φρικτά ακρωτηριασµένο. Τα
οστά των δεξιών άκρων ήταν λίγο ως πολύ τσακισµένα. π της
δεξιάς πλευράς του σώµατος ήταν όλα σπασµένα. Το αριστερό
κνηµιαίον οστούν ήταν θρυµµατισµένο, όπως και τα πλευρά, στο
αριστερό µέρος του θώρακα. Έφερε παντού µώλωπες και
εκχυµώσεις. Τέτοιου είδους αποτελέσµατα θα µπορούσαν να
προκληθούν από ένα ξύλινο ρόπαλο, ένα σιδερένιο ραβδί, µια
καρέκλα, οτιδήποτε βαρύ και αµβλύ -τέλος πάντων – µπορεί να
χειριστεί ένας δυνατός άνδρας. Καµιά γυναίκα, µε κανένα όπλο, δεν

µπορεί να προκαλέσει τέτοια ζηµιά. Το κεφάλι της εκλιπούσης ήταν
τελείως χωρισµένο από το σώµα και σχεδόν λειωµένο. Ο λαιµός
είχε κοπεί προφανώς µε κάποιο κοφτερό εργαλείο˙ ίσως ξυράφι.
’Αλέξανδρος Ετιέν˙ χειρουργός. Εκλήθη παράλληλα µε τον Μ.
Ντυµά, για την εξέταση των σωµάτων. Κατέληξε στα ίδια
συµπεράσµατα.
’Οι ανακρίσεις δεν έριξαν περισσότερο φως στην υπόθεση.
Όλοι συµφωνούν πως δεν ξανάγινε τόσο περίπλοκος και
µυστηριώδης φόνος στο Παρίσι. Η Αστυνοµία αντιµετωπίζει µε
τροµερή αµηχανία την παντελή έλλειψη στοιχείων. Πυκνό σκοτάδι
απλώνεται παντού’.
Η απογευµατινή έκδοση της εφηµερίδας ανέφερε πως µεγάλη
ανησυχία και έξαψη επικρατούσαν στην συνοικία όπου έγινε το
έγκληµα. Και νέοι µάρτυρες εξετάστηκαν, χωρίς κανένα
αποτέλεσµα. Ωστόσο, ένα υστερόγραφο προσέθετε ότι ο Αδόλφος
Λεµπόν συνελήφθη και φυλακίστηκε, παρόλο που δεν προέκυψαν
σοβαρά στοιχεία εναντίον του.
Ο Ντυπέν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την πρόοδο αυτής της
σκοτεινής υπόθεσης. Τουλάχιστον αυτό έδειχνε η συµπεριφορά

22
του, δεδοµένου ότι δεν έκανε κανένα απολύτως σχόλιο. Μόνο όταν
διαβάσαµε πως ο Λεµπόν φυλακίστηκε, ζήτησε την γνώµη µου για
τους φόνους.
∆εν µπόρεσα παρά να συµφωνήσω µε όλο το Παρίσι πως το
µυστήριο ήταν αξεδιάλυτο. Πραγµατικά, δεν έβλεπα πώς θα
µπορούσε να εντοπιστεί ο δράστης.
«∆εν πρέπει να κρίνουµε από τα µέσα που χρησιµοποιούν» είπε
ο Ντυπέν. «Πρόκειται για µια εξαιρετικά επιπόλαιη εξέταση. Η
περίφηµη για την οξυδέρκειά της παρισινή Αστυνοµία, είναι απλά

και µόνο πονηρή. ∆εν διαθέτουν µέθοδο. Ενεργούν περιστασιακά.
Παίρνουν απειράριθµα µέτρα αλλά, όχι σπάνια, είναι τόσο
ανεπιτυχή, ώστε να µας φέρνουν στον νου τον Μεσιέ Ζουρντέν,
που ζητούσε την robe-de-chambre [ρόµπα] του, pour mieux
entendre la musique [για ν’ ακούει καλύτερα την µουσική]
10
. Οι
επιτυχίες τους είναι συχνά εκπληκτικές, αλλά τις περισσότερες
φορές έρχονται στο φως µόνο χάρη στην επιµέλεια και την
ενεργητικότητά τους. Όταν αυτά τα δύο δεν αποδώσουν, τα σχέδια
είναι ανώφελα. Ο Βιντόκ
11
, παραδείγµατος χάρην, έκανε
εκπληκτικές εικασίες και ερευνούσε πολύ υποµονετικά. Έβλαπτε
την όρασή του, γιατί κρατούσε το αντικείµενο πολύ κοντά.
Ξεχώριζε ίσως ένα ή δύο σηµεία µε ασυνήθιστη διαύγεια, αλλά
έχανε το όλο. Υπάρχει κάποιο λάθος στην επιµονή µας να
ερευνούµε αποκλειστικά το βάθος. Η αλήθεια δεν βρίσκεται πάντα
χωµένη σ’ ένα πηγάδι. Αντίθετα, όσον αφορά τα σηµαντικότερα
πράγµατα, πιστεύω πως εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις,
βρίσκονται πάντα στην επιφάνεια. Το λάθος βρίσκεται στις
πεδιάδες που τα αναζητούµε και όχι στις κορυφές των βουνών,
όπου βρίσκονται. Οι µορφές και οι πηγές αυτού του λάθους
µπορούν να τυποποιηθούν στην περίπτωση της παρατήρησης των
ουρανίων σωµάτων. Όταν ρίχνουµε φευγαλέες µατιές σ’ ένα
αστέρι, όταν το λοξοκοιτάζουµε, στρέφοντας προς το µέρος του το
εξωτερικό µέρος του αµφιβληστροειδούς (που είναι πιο ευαίσθητο

23
στις ασθενείς εντυπώσεις του φωτός από το εσωτερικό) εκτιµούµε

καλύτερα την λάµψη του, η οποία θαµπώνει όταν στρέψουµε
κατευθείαν το βλέµµα µας προς το αστέρι. Στην δεύτερη περίπτωση
το µάτι δέχεται µεγαλύτερο αριθµό ακτινών, αλλά στην πρώτη
αυξάνεται η δυνατότητα κατανόησης αυτού που βλέπεις. Η
αδικαιολόγητη εµβρίθεια περιπλέκει και εξασθενίζει την σκέψη
µας. Η επίµονα εξονυχιστική και κατά µέτωπον παρατήρηση
µπορεί να εξαφανίσει ως και την ίδια την Αφροδίτη από το ουράνιο
θόλο.
»Όσο για τους φόνους Πριν σχηµατίσουµε οποιαδήποτε
γνώµη, ας προβούµε σε µερικές προσωπικές έρευνες. Θα µας
διασκεδάσουν αρκετά».
Εκείνη την στιγµή, σκέφτηκα πως η λέξη διασκέδαση κάθε
άλλο παρά ταίριαζε στην περίσταση, αλλά δεν είπα τίποτε.
«Εξάλλου» συνέχισε ο Ντυπέν, «αυτός ο Λεµπόν µε
εξυπηρέτησε κάποτε και του είµαι υποχρεωµένος. Πάµε λοιπόν να
δούµε το σπίτι µε τα ίδια µας τα µάτια. Γνωρίζω τον Γκ., τον
∆ιευθυντή της Αστυνοµίας, και δεν θα δυσκολευτούµε να πάρουµε
την απαιτούµενη άδεια».
Η άδεια εξασφαλίστηκε, και ξεκινήσαµε αµέσως για την Οδό
Μοργκ, µιαν αξιοθρήνητη πάροδο ανάµεσα στην Οδό Ρισελιέ και
την Οδό Σαιν Ροκ. Φτάσαµε αργά το απόγευµα, γιατί η περιοχή
ήταν αρκετά µακριά από το σπίτι µας. Το σπίτι το εντοπίσαµε
αµέσως, αφού στο απέναντι πεζοδρόµιο βρίσκονταν ακόµη
συγκεντρωµένοι πολλοί άνθρωποι, που κοίταζαν προς τις κλειστές
γρίλιες µε νοσηρή και άσκοπη περιέργεια. Ήταν ένα συνηθισµένο
παριζιάνικο σπίτι, δίπλα στην εξώπορτα του οποίου υπήρχε µια
µικρή τζαµαρία µε συρταρωτή πόρτα, που προοριζόταν για loge de
concierge [θυρωρείο]. Πριν µπούµε µέσα, κατηφορίσαµε τον
δρόµο, στρίψαµε σε µιαν αλέα, ξανατρίψαµε λίγο παρακάτω, και
βρεθήκαµε στο πίσω µέρος του σπιτιού. Ο Ντυπέν εξέτασε την


24
γειτονιά και το κτίριο µε µια σχολαστικότητα της οποίας το σκοπό
δεν µπόρεσα να καταλάβω.
Κάναµε πίσω και βρεθήκαµε πάλι στην πρόσοψη του σπιτιού.
Χτυπήσαµε, δείξαµε τα πιστοποιητικά µας στους άνδρες που της
Αστυνοµίας, που είχαν αναλάβει την φύλαξη, και µας επετράπη η
είσοδος. Ανεβήκαµε την σκάλα και µπήκαµε στο δωµάτιο, όπου
βρέθηκε το πτώµα της ∆εσποινίδος Λεσπανέιγ. Οι δύο νεκρές ήταν
ακόµη ξαπλωµένες εκεί. Η χαώδης κατάσταση είχε διατηρηθεί
σχολαστικά, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις. ∆εν είδα
τίποτε περισσότερο απ’ όσα ανέφερε η Εφηµερίς των ∆ικαστηρίων.
Ο Ντυπέν περιεργάστηκε το κάθε τι, χωρίς να παραλείψει τα
πτώµατα. Ύστερα πήγαµε στα άλλα δωµάτια και στην αυλή,
συνοδευόµενοι από έναν gendarme [Αστυνοµικό]. Η έρευνά µας
διήρκεσε µέχρι που σκοτείνιασε για τα καλά, οπότε αποφασίσαµε
να φύγουµε. Πηγαίνοντας για το σπίτι, ο φίλος µου ανέβηκε για ένα
λεπτό στα γραφεία µιας καθηµερινής εφηµερίδας.
Έχω ήδη αναφερθεί στις αµέτρητες ιδιοτροπίες του φίλου µου,
και στο γεγονός πως je le ménageais [τον άντεχα] (αφού δεν
υπάρχει αντίστοιχη έκφραση στην αγγλική). Τώρα προστέθηκε σ’
αυτές τις ιδιοτροπίες και η άρνησή του να κουβεντιάσει οτιδήποτε
σχετικό µε τον φόνο. Ακολούθησε την ίδια τακτική µέχρι το
µεσηµέρι της εποµένης. Τότε µε ρώτησε ξαφνικά αν είχα
παρατηρήσει τίποτε παράξενο, στον τόπο της θηριωδίας.
Τόνισε την λέξη «παράξενο» µ’ έναν τρόπο που µ’ έκανε ν’
ανατριχιάσω άθελά µου.
«Όχι, τίποτε παράξενο» είπα. «Ή τουλάχιστον τίποτε
περισσότερο απ’ ό,τι ανέφερε η εφηµερίδα».
«Η Εφηµερίς» αποκρίθηκε, «δεν µπόρεσε να εισχωρήσει στην

ασυνήθιστη φρίκη του πράγµατος. Ωστόσο, άφησε τις άχρηστες
απόψεις των εφηµερίδων, που έχουν την εντύπωση πως αυτό το
µυστήριο είναι αξεδιάλυτο, ακριβώς διότι η λύση του είναι πολύ
απλή. Αναφέροµαι, βέβαια, στα outré [υπερβολικά] χαρακτηριστικά

25
του. Η Αστυνοµία βρίσκεται σε απόλυτη σύγχυση, λόγω της
φαινοµενικής απουσίας κινήτρου -όχι τόσο για τον φόνου
καθεαυτό, όσο για την θηριωδία µε την οποία διαπράχθηκε. Επίσης,
τους µπερδεύει η αδυναµία τους να συνδυάσουν τις φωνές που
φιλονικούσαν, µε το γεγονός πως δεν βρέθηκε κανείς επάνω εκτός
από την νεκρή ∆εσποινίδα Λεσπανέιγ, καθώς και µε το γεγονός πως
δεν υπήρχε η παραµικρή έξοδος, από την οποία θα µπορούσε να
ξεφύγει οποιοσδήποτε χωρίς να γίνει άµεσα αντιληπτός από τους
ανθρώπους που ανέβαιναν την σκάλα. Η χαώδης κατάσταση των
δωµατίων, το σφηνωµένο στην καπνοδόχο πτώµα -µε το κεφάλι
προς τα κάτω- το φρικτά ακρωτηριασµένο σώµα της γηραιάς
Κυρίας, και πλήθος άλλες σκέψεις που δεν χρειάζεται να σου
απαριθµήσω, όλα αυτά είναι ικανά να παραλύσουν τις δυνάµεις
τους, και να καταρρίψουν την περίφηµη οξυδέρκεια των ανδρών
της Αστυνοµίας. Περιέπεσαν στο χονδροειδές αλλά κοινότατο
σφάλµα να µπερδέψουν το ασυνήθιστο µε το δυσνόητο. Όµως σ’
αυτές ακριβώς τις αποκλίσεις από το συνηθισµένο αναζητά -αν
τελικά προθυµοποιηθεί να το κάνει- η λογική σκέψη το δρόµο που
θα την οδηγήσει την αλήθεια. Σε έρευνες όπως αυτή που
πραγµατοποιούµε, δεν πρέπει κανείς απλώς να ρωτά ‘τι συνέβη’,
αλλά ‘τι συνέβη για πρώτη φορά’. Στην πραγµατικότητα, η ευκολία
µε την οποία θα φτάσω -ή µάλλον έφτασα- στην λύση του
µυστηρίου, είναι ευθέως ανάλογη του φαινοµενικά άλυτου
χαρακτήρα που αποδίδει στο µυστήριο ετούτο η Αστυνοµία».

Τον κοιτούσα βουβός και κατάπληκτος.
«Τώρα» συνέχισε εκείνος, ρίχνοντας µια µατιά στην πόρτα του
δωµατίου που βρισκόµασταν, «περιµένω ένα πρόσωπο, που ακόµη
κι αν δεν είναι ο ίδιος δράστης του µακελειού, πρέπει κατά κάποιον
τρόπο να φέρει µέρος της ευθύνης για το συµβάν. Ως προς το
χειρότερο µέρος των φόνων, είναι κατά πάσα πιθανότητα αθώος.
Ελπίζω να µην πέφτω έξω στην υπόθεσή µου, γιατί πάνω της έχω
στηρίξει όλες µου τις ελπίδες να ξεδιαλύνω τον γρίφο. Περιµένω

×