Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΠΡΟΤΣΕΣ
ΚΑΙ Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, ΑΘΗΝΑ, 1988
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
ΕΙΣΑΓΩΓΗ. ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΑΝ «ΟΡΓΑΝΙΚΟ ΟΛΟ»
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ. ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Η εποχή μας είναι εποχή μεγάλων κοινωνικών αλλαγών. Η επαναστατική μετάβαση
διαφόρων χωρών από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, η επιστημονικοτεχνική
επανάσταση, η οποία πραγματοποιείται στις μέρες μας, η επιτακτική ανάγκη της
προστασίας του περιβάλλοντος κ.ά. επιβάλλουν ακριβέστερη και βαθύτερη πρόβλεψη
της εξέλιξης της κοινωνικής ζωής, ενώ προϋποθέτουν την παραπέρα ανάπτυξη της
μαρξιστικολενινιστικής θεωρίας.
Ο ιστορικός υλισμός μας προσφέρει τις γενικές μεθοδολογικές κατευθύνσεις για τη
διερεύνηση της δραστηριότητας των εργαζομένων με την ιδιότητα των συνειδητών
δημιουργών της ιστορίας. Σ' αυτά τα πλαίσια, δύο είναι οι βασικότερες πλευρές εξέτασης
του προτσές εξέλιξης της κοινωνίας.
Ποιες είναι όμως αυτές οι πλευρές;
Πρόκειται, από τη μια, για την εξέταση της ζωής στην κοινωνία μέσα από το πρίσμα της
θεωρίας των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών. Στην κατεύθυνση αυτή εμφανίστηκαν
αρκετές εργασίες σοβιετικών ερευνητών, συμπεριλαμβανόμενων κι εκείνων που
δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια[1].
Στη μελέτη ωστόσο της μεθοδολογίας των τύπων της κοινωνικής εξέλιξης - που είναι και
η δεύτερη πλευρά εξέτασης της - αποδίδεται πολύ λιγότερη προσοχή. Σ' αυτή τη δεύτερη
πλευρά περιέχεται πρώτα απ' όλα η διαίρεση της ιστορίας της ανθρωπότητας - όπως
διατυπώθηκε από τους κλασικούς τοου μαρξισμού - λενινισμού - σε προϊστορία καν
πραγματτική ιστορία, η οποία αρχίζει με τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική
Επανάσταση. Σύμφωνα μ' αυτή τη διαίρεση, ο κομμουνισμός δεν παρουσιάζεται μόνο
σαν ένας ιδιαίτερος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, αλλά σαν η πραγματική
ιστορία, σαν ένας νέος τύπος ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, σε σύγκριση με
ολόκληρη την προγενέστερη ιστορία της.
Γιατί όμως μέχρι σήμερα οι κύριες προσπάθειες στρέφονταν και εξακολουθούν να
στρέφονται γύρω από την επεξεργασία της θεωρίας των κοινωνικοοικονομικών
σχηματισμών, ενώ το ζήτημα των τύπων της κοινωνικής εξέλιξης εξεταζόταν και
εξετάζεται σε δεύτερο πλάνο;
Διότι, προφανώς, το ίδιο το περιεχόμενο της σημερινής εποχής επέβαλε καν επιβάλλει
την ανάδειξη του ζητήματος των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών σε πρώτο πλάνο.
Στο μέλλον, ωστόσο, η ίδια η ιστορική πορεία θα αναδείξει σε πρώτο πλάνο την ανάγκη
μελέτης του ζητήματος των τύπων της κοινωνικής εξέλιξης, της διαδοχικότητάς τους, της
αλληλοσύνδεσής τους, της εσωτερικής διάρθρωσης τους κλπ. Το ζήτημα των τύπων της
κοινωνικής εξέλιξης, εκτός των άλλων, έχει ουσιαστική σημασία και για την κατανόηση
της σημερινής εποχής, τόσο γιατί στηρίζεται σε μια ορισμένη τάση της σύγχρονης
εξέλιξης, όσο και επειδή η αξιολόγηση των προοπτικών ανάπτυξης επιδρά στην
κατανόηση και την πρακτική του σύγχρονου κοινωνικού γίγνεσθαι.
θα μπορούσε όμως να διατυπωθεί το ερώτημα· γιατί σήμερα το κύριο περιεχόμενο της
σύγχρονης εποχής εστιάζει την προσοχή μας περισσότερο στο ζήτημα των
κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών και για ποιο λόγο η ανάδειξη του ζητήματος των
τύπων της κοινωνικοοικονομική ς εξέλιξης σε πρώτο πλάνο είναι σημαντική για την
κατανόηση του μέλλοντος; Το βασικό περιεχόμενο της εποχής μας είναι η επαναστατική
πάλη του σοσιαλισμού με τον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός όμως αποτελεί έναν
ιδιαίτερο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό και, συνεπώς, από την άποψη αυτή, η
μετάβαση στη νέα κοινωνία αποτελεί κατά κύριο λόγο μετάβαση από έναν
κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό σ' έναν άλλο. Το σημείο αυτό έχει ουσιαστική
σημασία για τη θεωρία της κοινωνικής εξέλιξης.
Όταν όμως η οικοδόμηση του κομμουνισμού (πρωταρχικά της πρώτης φάσης του, του
σοσιαλισμού) περάσει σε παγκόσμια κλίμακα σε πρώτο πλάνο, τότε, στην περίπτωση
αυτή, θα αποκαλυφθεί η βαρύτητα της κατανόησης του γεγονότος ότι ο κομμουνισμός
αποτελεί την πραγματική ιστορία της ανθρωπότητας σε σχέση με ολόκληρη την
προγενέστερη ιστορία της, δηλαδή, η βαρύτητα του ζητήματος των τύπων της
κοινωνικής εξέλιξης.
Η μετάβαση στον κομμουνισμό δεν σημαίνει μόνο κατάργηση του καπιταλισμού,
εξαφάνιση των χαρακτηριστικών του γνωρισμάτων, τα οποία τον προσδιορίζουν σαν
έναν ιδιαίτερο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, αλλά σημαίνει ταυτόχρονα και ριζικό
μετασχηματισμό όλων των κοινωνικών σχέσεων οι οποίες εμφανίστηκαν πριν από τον
κομμουνισμό. Η μετάβαση στον κομμουνισμό είναι ένα προτσές πιο βαθύ απ' ό,τι είναι η
κατάργηση του καπιταλισμού. Όταν θα τεθεί στην πράξη το πρόβλημα της μετάβασης
στον κομμουνισμό, οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί θα πραγματοποιούνται βαθύτερα,
ουσιαστικότερα, σε σύγκριση με την περίοδο που σε πρώτο πλάνο πρόβαλε το πρόβλημα
της κατάργησης, της άρνησης του καπιταλισμού.
Συνεπώς, η πραγματοποίηση της μετάβασης από το σοσιαισμό στον κομμουνισμό σε
παγκόσμια κλίμακα θα αναδείξει (και ήδη αναδεικνύει) την αναγκαιότητα της παραπέρα
επεξεργασίας της θεωρίας και ιστορίας της κοινωνίας, ενώ δυναμώνει η ανάγκη
βαθύτερης κατανόησης του ιστορικού προτσές από τα πλατιά στρώματα των
εργαζομένων, τους δραστήριους μαχητές για μια νέα κοινωνία.
Ένα από τα σημαντικότερα μεθοδολογικά προβλήματα στην κατεύθυνση αυτή είναι η
κατανόηση της κοινωνίας σαν σύστημα.
Ήδη στα πλαίσια του καπιταλισμού, η ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας προσδιορίζει
και έναν συνολικό τρόπο έρευνας της κοινωνίας. Διότι, η βαριά βιομηχανία «γέννησε την
παγκόσμια ιστορία για πρώτη φορά,, μια που έκανε όλα τα πολιτισμένα έθνη και καθένα
άτομο μέσα σ' αυτά, να εξαρτιέται για την ικανοποίηση των αναγκών του από ολόκληρο
τον κόσμο, καταστρέφοντας έτσι τη μέχρι τότε αποκλειστικότητα των ξεχωριστών
εθνών»[2]. Η δημιουργία του συστήματος της παγκόσμιας οικονομίας και ολόκληρης της
ιστορίας συνολικά πραγματοποιείται στις συνθήκες του καπιταλισμού σαν αποτέλεσμα
της πάλης αντίθετων τάσεων: από τη μια, της τάσης για διαμόρφωση ενιαίας παγκόσμιας
οικονομίας, η οποία απορρέει από τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και από την
άλλη, της τάσης για απομόνωση των διαφόρων χωρών, των διαφόρων τμημάτων,
σφαιρών κλπ., της παγκόσμιας οικονομίας, τάση που έχει τις ρίζες της στην ύπαρξη
ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Με την εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής σε μία ή σε
μερικές μόνο χώρες, η οικονομία και ολόκληρη η κοινωνία σαν ένα καθορισμένο
σύστημα φτάνουν σε ένα ποιοτικά ανώτερο επίπεδο. Για πρώτη φορά, η σχεδιασμένη
ανάπτυξη της κοινωνίας συνολικά αποδεικνύεται εφικτή μόνο στη νέα σοσιαλιστική και
κομμουνιστική κοινωνία. Αυτή όμως η συνειδητή ανάπτυξη της κοινωνίας καθώς και η
ίδια η διεύθυνση αυτής της ανάπτυξης προϋποθέτει τη γνώση όλων των πλευρών, όλων
των τομέων της ζωής της κοινωνίας, της αλληλοσύνδεσης και αλληλεπίδρασης τους,
προϋποθέτει, δηλαδή, τη γνώση της κοινωνίας σαν ενιαίο σύστημα.
Ταυτόχρονα αυξάνει πολύ έντονα και η ανάγκη μιας βαθύτερης κατανόησης ολόκληρης
της ιστορίας της ανθρωπότητας, διότι ο κομμουνισμός είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης
ολόκληρης της προηγούμενης ιστορίας. Όμως το αποτέλεσμα μπορεί να γίνει κατανοητό
πλήρως μόνο σε συνάρτηση με τη διαδικασία, η οποία οδήγησε σ' αυτό το αποτέλεσμα.
Κατά την οικοδόμηση του κομμουνισμού, η παραπέρα μελέτη της ιστορίας της
ανθρωπότητας έχει βαρύνουσα σημασία τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική
άποψη, διότι η οικοδόμηση του κομμουνισμού προϋποθέτει την πλήρη ανασυγκρότηση,
όχι μόνο εκείνων των σχέσεων που έχουν τις ρίζες τους στην καπιταλιστική κοινωνία,
αλλά και των παραδόσεων, των συνηθειών κλπ. που έχουν την προέλευση τους στις
προκαπιταλιστικές κοινωνίες.
Κατ' αυτό τον τρόπο, όταν στις συνθήκες της παγκόσμιας κοινωνικής εξέλιξης
προβάλλονται σε πρώτο πλάνο τα προβλήματα που αφορούν την οικοδόμηση της νέας
κοινωνίας, τότε, στον τομέα της θεωρίας, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στη μελέτη
του κομμουνισμού σαν πραγματικής ιστορίας της ανθρωπότητας σε σύγκριση μ'
ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία, στη διερεύνηση των τύπων της κοινωνικής
εξέλιξης, στην εξέταση της κοινωνίας σαν ολότητας, σαν συστήματος. Πρέπει δε να
σημειώσουμε εδώ ότι το ζήτημα της κοινωνίας σαν συστήματος και το ζήτημα των
τύπων της κοινωνικής εξέλιξης είναι εσωτερικά αλληλένδετα. Διότι, στην πρώτη
περίπτωση, πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για τη λειτουργία της κοινωνίας σαν ενότητας
όλων των πλευρών, τομέων της κλπ., ενώ στη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται για την
ιστορική εξέλιξη της κοινωνίας σαν συστήματος, σαν ολότητας.
Η έρευνα της ανάπτυξης της κοινωνίας σαν συστήματος είναι αδύνατο να
πραγματοποιηθεί χωρίς την εφαρμογή της μεθοδολογικής παράδοσης των έργων των
κλασικών του μαρξισμού - λενινισμού και, πρώτα και κύρια, χωρίς την εφαρμογή της
μεθόδου που διατύπωσε ο Κ. Μαρξ στο Κεφάλαιο.
Στο Κεφάλαιο, για πρώτη φορά στην ιστορία, το γνωστικό αντικείμενο μιας ενιαίας
επιστήμης (της πολιτικής οικονομίας του καπιταλισμού) διερευνήθηκε και απεικονίστηκε
σαν ένα αναπτυσσόμενο σύστημα με βάση τη διαλεκτικοϋλιστική μέθοδο. Η μαρξική
πολιτικοοικονομική ανάλυση εξακολουθεί να αποτελεί ένα ανεπανάληπτο πρότυπο μιας
συνεπούς, συνολικής και λεπτομερειακής απεικόνισης του γνωστικού αντικειμένου σαν
αναπτυσσόμενου συστήματος. Γι' αυτόν το λόγο, η χρησιμοποίηση της μεθόδου του Κ.
Μαρξ που διατυπώθηκε στο Κεφάλαιο έχει μια εντελώς εξαιρετική σημασία για τη
μελέτη της θεωρίας και της ιστορίας της κοινωνίας.
Η μέθοδος που εφαρμόζει ο Κ. Μαρξ στο Κεφάλαιο αποτελεί τη μοναδικά δυνατή
επιστημονική μέθοδο μιας ολοκληρωμένης απεικόνισης της εξέλιξης της κοινωνίας.
Όμως η μέθοδος, η λογική του Κεφαλαίου δεν βρίσκονται έτοιμες στην επιφάνεια του.
Χρειάζεται μια ειδική έρευνα η οποία σκοπό θα έχει το διαχωρισμό της μεθόδου του
Κεφαλαίου από την ύλη της πολιτικής οικονομίας, καθώς επίσης και την ειδική της
διατύπωση. Το πρόβλημα της διάκρισης της Λογικής του Κεφαλαίου (της Λογικής με
κεφαλαίο, δηλαδή της λογικής στην καθολική της μορφή) τέθηκε από τον Β. Ι. Λένιν.
Στην κατεύθυνση αυτή, οι σοβιετικοί μελετητές ανάπτυξαν ένα πολύ αξιοσημείωτο και
πλούσιο έργο για την εκπλήρωση αυτής της λενινιστικής υπόδειξης.
Προχωρώντας στην ανάλυση μας θα προσπαθήσουμε να δείξουμε τα αποτελέσματα
αυτών των ερευνών καθώς επίσης και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να
χρησιμοποιηθούν στον τομέα της διερεύνησης της θεωρίας και ιστορίας της κοινωνίας.
[1] Βλ. π.χ.: Λ. Αντρέγεφ, Γ. Μ. Μποροντάι, Β. Ζ. Κέλε, Ε. Γκ. Πλιμάκ, Ε. Ν. Ζούκοφ,
Ε. Ν. Λισμάνκιν κ.ά.
[2] Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, εκδ. «Gutenberg», τόμ. 1, σελ. 110.
Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Το Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ, το μεγαλειώδες αυτό έργο του μαρξισμού - λενινισμού,
αποτελεί πρότυπο έρευνας της κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη ιστορική βαθμίδα
ανάπτυξης της.
Στο Κεφάλαιο δεν αποκαλύπτονται μόνο, με έναν μεγαλοφυή τρόπο, οι οικονομικές
σχέσεις του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, αλλά περιέχεται
ενσωματωμένα στην ύλη της πολιτικής οικονομίας η πιο βαθιά θεμελίωση της υλιστικής
αντίληψης της ιστορίας και η πιο συστηματική ανάπτυξη της υλιστικής, διαλεκτικής
λογικής. Ο Λένιν τόνιζε ότι, «τώρα, ύστερα από την εμφάνιση του Κεφαλαίου, η
υλιστική αντίληψη της ιστορίας δεν είναι πια υπόθεση, αλλά επιστημονικά αποδειγμένη
θέση»[3]. Ο δε Ένγκελς έγραφε σχετικά μ' αυτό: «Την επεξεργασία της μεθόδου, η οποία
βρίσκεται στη βάση της μαρξιστικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας, τη θεωρούμε ότι
αποτελεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα, η σημασία του οποίου σε τίποτα δεν υπολείπεται της
βασικής υλιστικής αντίληψης.»[4]
Για να καταλάβουμε τι εννοεί εδώ ο Ένγκελς σε σχέση με τη μέθοδο την οποία
επεξεργάστηκε ο Μαρξ, πρέπει να προσέξουμε μία ακόμα σκέψη του στην ίδια αυτή
εργασία του: «Σ' ένα τέτοιο έργο σαν κι αυτό που έχουμε μπροστά μας δε μπορεί ούτε
λόγος να γίνει για μια απλή κριτική επιμέρους, αποσπασματικών θέσεων της πολιτικής
οικονομίας, για ξεκομμένη εξέταση διαφόρων επίμαχων οικονομικών ζητημάτων.
Αντίθετα, αυτό το έργο ευθύς εξαρχής έχει δομηθεί πάνω στη συστηματική σύλληψη
ολόκληρου του συνόλου των οικονομικών επιστημών και στη συνδυασμένη ανάπτυξη
των νόμων της καπιταλιστικής παραγωγής και ανταλλαγής. Επειδή δε συμβαίνει οι
οικονομολόγοι να μην είναι τίποτε άλλο παρά ερμηνευτές και απολογητές αυτών των
νόμων, η ανάπτυξη αυτή είναι ταυτόχρονα και κριτική ολόκληρης της οικονομικής
φιλολογίας.
»Από τότε που πέθανε ο Χέγκελ είναι αμφίβολο αν έγινε έστω και μία προσπάθεια
ανάπτυξης κάποιας επιστήμης στη δική της, εσωτερική σχέση»[5].
Αντικείμενο επιστημονικής έρευνας στο Κεφάλαιο είναι ο καπιταλιστικός
κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός σαν «οργανικό όλο» (Μαρξ).
Τι είναι όμως το οργανικό όλο; Το οργανικό όλο είναι ένα τέτοιο όλο το οποίο
χαρακτηρίζεται κύρια από εσωτερική αλληλοσύνδεση, εσωτερική αλληλεπίδραση των
πλευρών του. Αν αυτό το όλο αποσυντεθεί στα συστατικά από τα οποία απαρτίζεται,
εξαφανίζεται η ίδια η ουσία του. Αν, για παράδειγμα, προσπαθήσουμε να
αποσυνθέσουμε κάποιο ζωντανό οργανισμό στα συστατικά του στοιχεία, τμήματα, κ.ά.,
θα καταστρέφαμε στην περίπτωση αυτή την ίδια τη ζωή.
Ο τρόπος προσέγγισης του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού σαν
οργανικού όλου, τον οποίο εφαρμόζει ο Μαρξ, διαφέρει ριζικά από τον αντίστοιχο τρόπο
προσέγγισης των αστών οικονομολόγων.
Πριν από τον Μαρξ, οι οικονομολόγοι φαντάζονταν την κοινωνία βασικά σαν ένα
άθροισμα απομονωμένων μεταξύ τους ατόμων, σαν ένα τέτοιο όλο, τα στοιχεία του
οποίου συνδέονται μεταξύ τους, κύρια εξωτερικά. Το στοιχείο (τμήμα κ.ά.) ενός τέτοιου
όλου παρμένο χωριστά απ' όλα τ' άλλα στοιχεία διατηρεί, σε γενικές γραμμές, την
ιδιαιτερότητα του.
Η αντίληψη της αστικής πολιτικής οικονομίας για τον μεμονωμένο άνθρωπο, ή όπως θα
λέγαμε για τη «Ροβινσονάδα», διαμορφώθηκε πάνω στη βάση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας,
η οποία αποξενώνει τους ανθρώπους μεταξύ τους. Οι άνθρωποι, κάτω από την κυριαρχία
των σχέσεων της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αντιλαμβάνονται το συνάνθρωπο τους σαν ένα
απομονωμένο «άτομο», τη δε κοινωνία σαν ένα μηχανιστικό άθροισμα τέτοιων ατόμων.
Ο Μαρξ, προασπίζοντας πρακτικά και θεωρητικά τα συμφέροντα της τάξης η οποία
καλείται από την ίδια την αντικειμενική πορεία της ιστορίας να τεθεί επικεφαλής στον
αγώνα για κοινωνική ιδιοκτησία, έδωσε θάρρος στον τομέα της μεθοδολογίας, στα
ζητήματα της εσωτερικής συνάφειας και εσωτερικής αλληλεπίδρασης. Αυτό επέτρεψε
στον Μαρξ να μπορέσει κατά την ανάλυση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας να εξηγήσει τη ζωή
στην κοινωνία και να συλλάβει την ιδιωτική ιδιοκτησία σαν κοινωνική σχέση.
Βέβαια, πριν από τον Μαρξ, ο Χέγκελ είχε ήδη μελετήσει το γνωστικό αντικείμενο σαν
οργανικό όλο. Όμως η μαρξική άποψη διαφέρει ριζικά επίσης και από τη χεγκελιανή
άποψη για το οργανικό όλο.
Στον Χέγκελ, το οργανικό όλο εμφανίζεται ουσιαστικά σαν αποκλειστικά πνευματικό
προϊόν, δηλαδή, ο Χέγκελ θεωρούσε ότι το οργανικό όλο δεν υπάρχει στην αντικειμενική
πραγματικότητα ανεξάρτητα από τη νόηση. Η αντίληψη, η σκέψη για το οργανικό όλο
κατανοούνταν στην ουσία σαν ξεκομμένες από αυτή την πραγματικότητα.
Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, αποκόβονται οι δεσμοί με τη βάση πάνω στην οποία και
από την οποία αναπτύσσεται η αντίληψη για το πραγματικό οργανικό όλο. Είναι δε
ευνόητο ότι, κατ' αυτή την έννοια, η σκέψη για το οργανικό όλο (η οποία ταυτίζεται με
αυτό το ίδιο το πραγματικό οργανικό όλο) παρουσιάζεται ουσιαστικά αμετάβλητη, όπως
διαμορφώθηκε αυτή, οριστικά πλέον, στην αντίληψη του συγκεκριμένου στοχαστή.
Η χεγκελιανή μεθοδολογία εκφράζει την προσπάθεια ενός μεγάλου στοχαστή να
ξεπεράσει την αποξένωση που υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους. Ωστόσο, μια τέτοια
προσπάθεια έγινε στη βάση της διατήρησης της υπάρχουσας ανταγωνιστικής κοινωνίας
και γι' αυτό, κατ' ανάγκη, ο μοναδικός τρόπος υπερνίκησης της αποξένωσης ήταν η
υπέρβαση της στη σφαίρα της σκέψης, της αντίληψης, δηλαδή, έξω από την πραγματική
υπερνίκηση των κοινωνικών ανταγωνισμών.
Ο Μαρξ, εκφράζοντας τις ιδέες της συνεπούς επαναστατικής τάξης, η οποία ηγείται του
αγώνα όλων των εργαζομένων ενάντια στην εκμετάλλευση, για την κατάργηση της
παλιάς, ανταγωνιστικής κοινωνίας, διέκρινε αυστηρά στον τομέα της μεθοδολογίας το
πραγματικό οργανικό όλο από την απεικόνιση του στη νόηση και εξέταζε με συνέπεια το
οργανικό όλο στο προτσές της εξέλιξης του.<
Κατ' αυτόν τον τρόπο, η υλιστικοδιαλεκτική προσέγγιση του Μαρξ είναι εσωτερικά
ενιαία με μια πολιτική τοποθέτηση, η οποία καθορίζεται πρακτικά με αυστηρότητα. Η
σωστή πρακτικά πολιτική τοποθέτηση αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την
επεξεργασία μιας αληθινής μεθοδολογίας.
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι μια σωστή πρακτικά πολιτική τοποθέτηση δε γεννά
αυτόματα και από μόνη της τη σωστή μεθοδολογία. Η θεωρητική απεικόνιση του
πραγματικά υπάρχοντος οργανικού όλου είναι πολύ σύνθετη και πραγματοποιείται μέσα
από μια διαδικασία ανάπτυξης αντιφάσεων.
Ποια είναι όμως τα μέσα, οι τρόποι απεικόνισης του οργανικού όλου στη διαδικασία της
ανάπτυξης του;
Κατ' αρχήν θα τα χαρακτηρίσουμε μόνο ονομαστικά. Το οργανικό όλο, στη διαδικασία
της ανάπτυξης του, απεικονίζεται (αναφερόμαστε στην πιο γενική περίπτωση) με τη
βοήθεια της μεθόδου ανέλιξης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, καθώς και σε
συνάρτηση με την αρχή της ενότητας λογικής και ιστορικής εξέτασης. Σύμφωνα με την
άποψη που υποστηρίζουμε εμείς, ο μηχανισμός ανέλιξης από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο αποτελείται από τις αμοιβαία συσχετιζόμενες κατηγορίες της επιφάνειας,
της ουσίας, του φαινομένου και της πραγματικότητας[6].
Από πού αρχίζει η απεικόνιση του οργανικού όλου; Πρώτα απ' όλα, απαραίτητη
προϋπόθεση απεικόνισης του οργανικού όλου είναι η πραγματική του ύπαρξη. Το
πραγματικά υπάρχον οργανικό όλο μπορεί να οριστεί με τον όρο «πραγματικό
συγκεκριμένο». Το πραγματικά υπάρχον οργανικό όλο αρχικά απεικονίζεται
αισθητηριακά, στη ζωντανή εποπτεία, γίνεται αντιληπτό, κατά κύριο λόγο, άμεσα,
εξωτερικά. Οι πλευρές του αντικειμένου που προσάγονται στο οπτικό πεδίο γίνονται
αντιληπτές, κατά κύριο λόγο, σαν ασύνδετες πλευρές. Στη φάση αυτή δεν υπάρχει μια,
κατά κάποιο τρόπο, ολοκληρωμένη αντίληψη για το αντικείμενο αυτό. Εδώ υπερτερεί η
γνωριμία με τις επιμέρους πλευρές του και η αποσπασματική τους μελέτη, δηλαδή, στη
φάση αυτή υπερτερεί η ανάλυση.
Όμως, ταυτόχρονα μ' αυτό, θα 'ταν λάθος να ισχυριστούμε ότι σ' αυτή τη φάση
παρατηρείται η πρόσληψη και μελέτη των επιμέρους πλευρών του αντικειμένου και
μόνο. Ευθύς εξαρχής, η προσοχή του ανθρώπου στρέφεται προς το συγκεκριμένο
οργανικό όλο, ωθούμενη από κάποια ζωτική ανάγκη. Για παράδειγμα, η έρευνα των
αστών οικονομολόγων υποκινούνταν από την ανάγκη αύξησης του πλούτου της αστικής
κοινωνίας.
Η τάση να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη και τα μέσα ικανοποίησης της γεννά την
εικασία για το αντικείμενο συνολικά, σκιαγραφεί, αρχικά κατά προσέγγιση, τα όρια του
αντικειμένου που μας ενδιαφέρει. Αυτή η εικασία, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα και την
πρωταρχική μας αντίληψη για το αντικείμενο που μελετάμε, κατευθύνει και την
ανάλυση. Η ανάλυση, γενικά και συνολικά, μέσα από τυχαίες παρεκκλίσεις αρχίζει από
την εξέταση των πιο σύνθετων πλευρών του αντικειμένου και κατευθύνεται προς τις
απλούστερες πλευρές του, μέχρι τη στιγμή που θα αναδειχθεί η πιο απλή πλευρά του
δοσμένου οργανικού όλου. Πρέπει δε να γνωρίζουμε πως, αν και το οργανικό όλο είναι
δοσμένο εκ των πραγμάτων, εντούτοις συνειδητοποιούμε και αντιλαμβανόμαστε προς το
παρόν ορισμένες μόνο, επιμέρους, πλευρές του αντικειμένου. Να πώς περιγράφει, για
παράδειγμα, ο Μαρξ την πορεία της αστικής πολιτικής οικονομίας από τον καιρό της
εμφάνισης της: «Όταν εξετάζουμε κάποια συγκεκριμένη χώρα, σύμφωνα με την άποψη
της πολιτικής οικονομίας, αρχίζουμε από τον πληθυσμό της, από τη διαίρεση της σε
τάξεις, από την κατανομή του πληθυσμού στα αστικά κέντρα, στην ύπαιθρο και στις
παραθαλάσσιες ζώνες, στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, αρχίζουμε από τις
εξαγωγές και εισαγωγές, την ετήσια παραγωγή και κατανάλωση, από τις τιμές των
εμπορευμάτων κ.ά.
«Φαίνεται σωστό να αρχίσει κανείς από το πραγματικό και το συγκεκριμένο, από τις
πραγματικές προϋποθέσεις, συνεπώς, στην περίπτωση της πολιτικής οικονομίας, από τον
πληθυσμό, ο οποίος αποτελεί τη βάση και το υποκείμενο ολόκληρης της κοινωνικής
διαδικασίας της παραγωγής. Ωστόσο, ύστερα από μια προσεκτική εξέταση αποδεικνύεται
ότι αυτό είναι λάθος. Ο πληθυσμός αποτελεί μια αφαίρεση, εφόσον δεν
συνυπολογίζονται, για παράδειγμα, οι τάξεις, από τις οποίες αποτελείται. Με τη σειρά
τους πάλι, οι τάξεις αυτές στερούνται κάθε νοήματος αν δε γνωρίζω τις βάσεις, πάνω
στις οποίες στηρίζονται, για παράδειγμα τη μισθωτή εργασία, το κεφάλαιο κλπ. Στη
συνέχεια, αυτές πάλι οι βάσεις προϋποθέτουν την ανταλλαγή, τον καταμερισμό εργασίας,
τις τιμές, κλπ. Κατ' αυτό τον τρόπο, αν άρχιζα την εξέταση μου από τον πληθυσμό, αυτό
θα με οδηγούσε σε μια χαοτική αντίληψη για το όλο· θα μπορούσα δε, σε μια τέτοια
περίπτωση, να προσεγγίσω τις απλούστερες έννοιες μόνο με τη βοήθεια
λεπτομερέστερων ορισμών, δηλαδή από το συγκεκριμένο, όπως δίνεται μέσω της
αντίληψης, προς απλούστερες αφαιρέσεις, ώσπου τελικά θα κατέληγα σε απλούστερους
ορισμούς. Από το σημείο αυτό θα 'πρεπε να ακολουθήσω αντίστροφη πορεία μέχρι να
φτάσω και πάλι στον πληθυσμό· όμως αυτή τη φορά δεν θα τον προσέγγιζα με την
έννοια της χαοτικής αντίληψης για το όλο, αλλά σαν κάποιο πλούσιο σύνολο
πολυάριθμων ορισμών και σχέσεων».[7]
Συνεπώς, η γνώση του οργανικού όλου, αρχικά, έχει σαν αφετηρία της τη χαοτική
αντίληψη για το όλο, δηλαδή, το συγκεκριμένο, όπως δίνεται άμεσα στην αντίληψη, στη
ζωντανή εποπτεία, και στη συνέχεια, κινείται προς τους πιο απλούς ορισμούς του, μέχρις
ότου οριστεί τελικά η απλούστερη πλευρά (σχέση, κ.ά.) του οργανικού όλου. Στην
πορεία αυτής της διαδικασίας υπερτερεί η ανάλυση. Όμως εδώ κιόλας η κίνηση της
γνώσης είναι αντιφατική, διότι η ανάλυση πραγματοποιείται ενιαία, μαζί με τη σύνθεση.
Η ύπαρξη μιας κοινωνικής ανάγκης που μας ωθεί να γνωρίσουμε το συγκεκριμένο
αντικείμενο, η εικασία μας γι' αυτό το ίδιο κατευθύνει τη γνώση και επιβάλλει να
ερευνήσουμε τις σχέσεις ανάμεσα στις πλευρές που αναλύονται. Όμως, συνολικά, αρχικά
στη φάση αυτή, υπερτερεί η διαδικασία της ανάλυσης.
Αυτή η κίνηση της γνώσης αποτελεί την πραγματική πρωταρχική της πορεία. Η
συνειδητοποίηση όμως αυτής της πορείας μπορεί να είναι μονόπλευρη, δηλαδή η
υπεροχή της ανάλυσης μπορεί να επισκιάσει πλευρές της σύνθεσης που υπάρχουν σ'
αυτή τη διαδικασία της γνώσης· στην προκειμένη περίπτωση, το πρωταρχικό στάδιο της
γνώσης του οργανικού όλου εμφανίζεται αποκλειστικά σαν αναλυτικό. Αυτή η
μονομέρεια στη μεθοδολογία εξέτασης τοου οργανικού όλου αποτέλεσε το
χαρακτηριστικό γνώρισμα των κλασικών θεωρητικών της αστικής πολιτικής
οικονομίας[8].
Ποιο είναι όμως το τελικό σημείο αυτής της κίνησης της γνώσης από τη χαοτική
αντίληψη για το οργανικό όλο; Αυτό το τελικό σημείο δεν είναι άλλο από τον καθορισμό
της απλούστερης πλευράς, της απλούστερης σχέσης αυτού του οργανικού όλου.
Όταν αναφερόμαστε στην απλούστερη πλευρά (σχέση) στην παραπάνω πορεία της
γνώσης του οργανικού όλου, εννοούμε το όριο διαίρεσης αυτού του οργανικού όλου, έξω
από τα πλαίσια του οποίου παύει να υφίσταται το δοσμένο αντικείμενο. Ας πάρουμε, για
παράδειγμα, την πιο απλή σχέση της καπιταλιστικής οικονομίας, το εμπόρευμα. Είναι
γνωστό ότι το εμπόρευμα έχει αξία χρήσης και αξία. Η αξία δεν είναι δυνατό να
κατανοηθεί αν δεν κατανοηθεί η αξία χρήσης. Όμως την αξία χρήσης δεν επιτρέπεται να
τη θεωρήσουμε ως την απλούστερη σχέση, στην περίπτωση που εξετάζουμε την
οικονομία του καπιταλισμού, διότι η αξία χρήσης δεν συναντιέται μόνο στον
καπιταλισμό και πολύ περισσότερο δεν συναντιέται μόνο στις συνθήκες ύπαρξης του
εμπορεύματος. Αν θεωρήσουμε την αξία χρήσης ως την απλούστερη σχέση, τότε
εξαλείφεται η ιδιομορφία του καπιταλισμού. Με άλλα λόγια, η απλούστερη πλευρά
(σχέση) είναι η πιο αφηρημένη έννοια, η δε αφαίρεση αποτελεί λογική απόσπαση. Κατά
τον ορισμό της απλούστερης πλευράς (σχέσης), το υποκείμενο της γνώσης αποσπάται,
κατά το μέγιστο δυνατό τρόπο, απ' όλες τις άλλες πλευρές του αντικειμένου. Συνεπώς, η
κίνηση της γνώσης που εξετάζουμε, στην προκειμένη περίπτωση, είναι κίνηση από τη
χαοτική αντίληψη για το όλο προς την απλούστερη πλευρά (σχέση), από το
αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το αφηρημένο.
Αφού ολοκληρωθεί το στάδιο της γνώσης στη διάρκεια του οποίου το οργανικό όλο
διαιρέθηκε σε επιμέρους πλευρές, οι οποίες μελετήθηκαν κατά κύριο λόγο χωριστά, και
αφού πλέον προσδιορίστηκαν όλες οι απλούστερες πλευρές, αρχίζει το επόμενο στάδιο.
Σ' αυτό το στάδιο, το κύριο πρόβλημα είναι η αποκατάσταση της σύνδεσης, της ενότητας
και της αλληλεπίδρασης των διάφορων πλευρών του όλου. Σε συνάρτηση μ' αυτό, η
γνώση άγεται κύρια από την απλούστερη πλευρά του οργανικού όλου και κινείται
συνεχώς προς την κατεύθυνση συνθετότερων πλευρών. Αυτή η κίνηση της γνώσης
καλείται ανέλιξη από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Το αποτέλεσμα της ανέλιξης της
γνώσης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο είναι μια τέτοια απεικόνιση του
πραγματικά υπάρχοντος οργανικού όλου, στην οποία οι πλευρές του οργανικού αυτού
όλου δεν κατανοούνται χαοτικά, έξω από την αμοιβαία αλληλοσύνδεσή τους, αλλά,
αντίθετα, στην αμοιβαία τους ενότητα. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, η ίδια η ουσία του
οργανικού όλου βρίσκεται στην ιδιόμορφη, ιδιαίτερη ενότητα των διαφόρων πλευρών
του. Συνεπώς, σ' αυτό το στάδιο της γνώσης, όταν υπερτερεί η ανέλιξη από το
αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ο βασικός σκοπός της ερευνάς μας συνίσταται στην
αποκάλυψη της ουσίας του οργανικού όλου.
Στο στάδιο που προηγείται της ανέλιξης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, η
σύνδεση των πλευρών του οργανικού όλου, στις περιπτώσεις που καταγράφεται,
παρουσιάζεται κύρια σαν μια απλή συνύπαρξη των πλευρών του αντικειμένου ή σαν
απλή διαδοχή τους, δηλαδή, κύρια, σαν εξωτερική σύνδεση των πλευρών του.
Στο στάδιο της ανέλιξης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο υπερτερεί η απεικόνιση
της εσωτερικής σχέσης, της εσωτερικής ενότητας των πλευρών, δηλαδή μιας τέτοιας
σχέσης, όπου κάθε πλευρά της αποκτά συγκεκριμένη υπόσταση επειδή ακριβώς έχει
τέτοια σχέση με τις άλλες πλευρές του οργανικού όλου.
Το συγκεκριμένο, σαν το αποτέλεσμα, το τελικό προϊόν της ανέλιξης από το αφηρημένο
στο συγκεκριμένο, αποτελεί ενότητα (και προπάντων εσωτερική ενότητα) διαφόρων
ποικιλόμορφων ορισμών του αντικειμένου.
Στην ανέλιξη από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο υπερτερεί η σύνθεση. Όμως, όπως
ήδη διαπιστώσαμε στο πρώτο στάδιο της ανάλυσης, όπου υπερτερούσε μεν η ανάλυση
αλλά πραγματοποιούνταν μαζί με τη σύνθεση, έτσι και στην περίπτωση της ανέλιξης από
το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, η σύνθεση, παρ' όλο που υπερτερεί της ανάλυσης,
πραγματοποιείται μαζί της σαν μια ενότητα. Όπως ο καθορισμός της διαφοράς των
επιμέρους πλευρών (ανάλυση) είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί χωρίς τον καθορισμό
των ομοιοτήτων ανάμεσα τους, έτσι και ο καθορισμός της ενότητας των πλευρών
(σύνθεση) είναι αδύνατος χωρίς τον καθορισμό της διαφοράς ανάμεσα στις πλευρές.
Όμως, η υπεροχή άλλοτε της ανάλυσης, άλλοτε της σύνθεσης, είναι δυνατή, θα
μπορούσαμε παραστατικά ίσως να φανταστούμε τη συνείδηση μας σαν ένα προβολέα, ο
οποίος μπορεί να φωτίζει πότε τη μια και πότε την άλλη, έτσι ώστε τη μια φορά στο
φωτισμένο τμήμα της να βρίσκεται η διαφορά των πλευρών και αντίστοιχα να
συσκοτίζεται η σχέση τους, ενώ την άλλη φορά, αντίθετα, να φωτίζεται η ενότητα των
πλευρών και να συσκοτίζεται η διαφορά τους.
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, η νόηση του ανθρώπου τόσο
στο πρώτο, όσο και στο δεύτερο στάδιο, πραγματοποιείται σαν ενότητα αυτών των
αντιθέτων, της ανάλυσης και της σύνθεσης. Εκτός όμως απ' αυτό, τα ίδια αυτά στάδια
συμπεριφέρονται μεταξύ τους σαν αντίθετα: στο πρώτο, υπερτερεί η ανάλυση ενώ στο
δεύτερο, η σύνθεση. Συνολικά (αναφερόμαστε στη βασική κατεύθυνση της κίνησης της
γνώσης) η απεικόνιση του οργανικού όλου πραγματοποιείται ελικοειδώς: αρχικά
εμφανίζεται κάποια εικασία για το αντικείμενο, το οποίο γίνεται αντιληπτό, κύρια, σαν
ένα αδιαφοροποίητο, αδιαίρετο όλο (παρά το γεγονός ότι κάποιες διαφορές των πλευρών
του καταγράφονται κιόλας))· ύστερα απ' αυτό, οι πλευρές του αντικειμένου
διαχωρίζονται και εξετάζονται χωριστά· τελικά, δημιουργείται η εντύπωση ότι
επιστρέφουμε στην αρχική, «ενιαία» μας αντίληψη για το αντικείμενο, όμως τώρα πλέον
η νέα, ενιαία μας αντίληψη γι' αυτό το αντικείμενο στηρίζεται στη γνώση των επιμέρους
πλευρών του, καθώς επίσης και στη διαπίστωση της ενότητας των εσωτερικών σχέσεων
των πλευρών του αντικειμένου.
Η ανέλιξη από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αποτελεί το κύριο στάδιο στην
απεικόνιση του οργανικού όλου, διότι σ' αυτό ακριβώς το στάδιο το κυριότερο πρόβλημα
είναι η αποκάλυψη των εσωτερικών σχέσεων, της εσωτερικής ενότητας των πλευρών του
οργανικού όλου, δηλαδή, του συνόλου των νόμων και των νομοτελειών, της ουσίας του
οργανικού όλου.
Στην ιστορία της ανθρώπινης γνώσης συναντάμε δυο εξαιρετικά τυπικές μορφές πλάνης
που αφορούν τα παραπάνω στάδια της γνώσης. Το πραγματικό προτσές της γνώσης είναι
πολύ περίπλοκο, δύσκολο και παρατηρείται ότι αυτές οι μορφές πλάνης, κάτω από
συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί να χαρακτηρίζουν - έστω και σε μη αναπτυγμένη μορφή
- και την ατομική γνώση. Ο καλύτερος τρόπος υπερνίκησης αυτών των μορφών πλάνης
στην ιστορία της ανθρώπινης γνώσης είναι η γνώση της ιστορίας και της ουσίας τους.
Ας αναφερθούμε στην πρώτη τυπική μορφή πλάνης. Το υποκείμενο της γνώσης
αντιλαμβάνεται την κίνηση της γνώσης από τη χαοτική αντίληψη για το όλο, από το
αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο, ξεκομμένα από την ανέλιξη της γνώσης
από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, μ' άλλα λόγια, αντιλαμβάνεται την ανάλυση
ξεκομμένα από τη σύνθεση και, στη συνέχεια, απολυτοποιεί την κίνηση της γνώσης από
τη χαοτική αντίληψη για το όλο, από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο,
δηλαδή απολυτοποιεί την ανάλυση. Εμείς όμως είδαμε ότι αυτό το στάδιο της γνώσης
προηγείται του δεύτερου και ότι μάλιστα το περικλείει μέσα του σαν δευτερεύουσα, μη
αναπτυγμένη πλευρά. Αν δείξουμε λογική συνέπεια στην περίπτωση της πλάνης αυτής
θα καταλήξουμε σε μια χαοτική, άτακτη συσσώρευση γνώσεων, σε μια επιφανειακή
προσέγγιση των αντικειμένων, των διαδικασιών, θα οδηγηθούμε τελικά στην άρνηση της
ουσίας, στην άρνηση των εσωτερικών, μη διακρινόμενων στην επιφάνεια σχέσεων των
αντικειμένων, των διαδικασιών. Στο χώρο της πολιτικής οικονομίας, οι πιο
χαρακτηριστικοί εκφραστές αυτής της μορφής πλάνης είναι οι θεωρητικοί της αγοραίας
επιστήμης, ενώ στο χώρο της φιλοσοφίας είναι οι θεωρητικοί του θετικισμού.
Σχετικά τώρα με τη δεύτερη τυπική μορφή πλάνης. Σ' αυτή την περίπτωση, η ανέλιξη
από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αποκόβεται από την αντίθετη κίνηση της γνώσης, η
σύνθεση αποκόβεται από την ανάλυση, ενώ απολυτοποιείται η ανέλιξη από το
αφηρημένο στο συγκεκριμένο, απολυτοποιείται, δηλαδή, η σύνθεση. Αυτή η μορφή
πλάνης παρουσιάστηκε στην πιο αναπτυγμένη και συνεπή έκφραση της στη λογική του
Χέγκελ.
Ο Χέγκελ διατύπωσε πολλές μεγαλοφυείς υποθέσεις για τη θέση και το ρόλο της
μεθόδου της ανέλιξης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο στη σφαίρα της συνείδησης,
για το μηχανισμό της κλπ. Όμως ο Χέγκελ συνέλαβε την ανέλιξη από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο σαν τον μοναδικό τρόπο δημιουργίας της γνώσης, στερώντας έτσι την
αντίθετη κίνηση της γνώσης από την πραγματική γνωσιολογική της σημασία.
Τι σημαίνει όμως αυτό και τι συνέπειες προκάλεσε; Η κίνηση της γνώσης από το
αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο είναι κίνηση από τη ζωντανή εποπτεία προς
τη σκέψη, την έννοια, αποτελεί, δηλαδή, μια διαδικασία σύγκρισης των σκέψεων με τα
αισθητηριακά δεδομένα, με τη ζωντανή εποπτεία του πραγματικού αντικειμένου, ή
αλλιώς, αποτελεί μια διαδικασία σύγκρισης των σκέψεων, των εννοιών με τα γεγονότα.
Αν τώρα στην πορεία της γνώσης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο
αποστερήσουμε την πραγματική γνωσιολογική σημασία αυτής της διαδικασίας,
ισχυριζόμενοι ότι μονάχα η ανέλιξη από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αποτελεί
πραγματική γνώση, αυτό σημαίνει ότι αποκόβουμε τη ροή της σκέψης από τη σύγκριση
της με τα αισθητηριακά δεδομένα, τα στοιχεία της ζωντανής εποπτείας, τα γεγονότα,
πράγμα που ισοδυναμεί με την άποψη ότι η ανάπτυξη της σκέψης δεν εξαρτάται από την
πραγματική κατάσταση των γεγονότων.
Σε μια γενικότερη μορφή, η άποψη αυτή σημαίνει ότι η νόηση αποκόβεται από την
αντικειμενική πραγματικότητα και απεικονίζεται σαν αυτοπαραγόμενη. Αυτό βέβαια δεν
είναι τίποτε άλλο παρά ιδεαλισμός.
Η συνεπής, υλιστικοδιαλεκτική αντίληψη για τη μέθοδο της ανέλιξης από το αφηρημένο
στο συγκεκριμένο περιέχει απαραίτητα τα εξής στοιχεία:
Κατά πρώτον, η ανέλιξη από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο δεν είναι καθαρή
αυτογένεση της σκέψης από τον ίδιο τον εαυτό της, αλλά είναι απεικόνιση του
πραγματικού οργανικού όλου, του πραγματικού συγκεκριμένου.
Όσο πιο αναπτυγμένο είναι το πραγματικό συγκεκριμένο, τόσο περισσότερο, κατά
φυσική συνέπεια, μπορεί να είναι αναπτυγμένη και η μέθοδος ανέλιξης από το
αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Στην ανέλιξη από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, κατά
κύριο λόγο, απεικονίζεται η ουσία, οι εσωτερικές σχέσεις του οργανικού όλου, αυτή δε η
απεικόνιση κλιμακώνεται από την απλούστερη σχέση προς διαρκώς συνθετότερες
σχέσεις αυτού του όλου.
Για να γίνει αυτή η μέθοδος κυρίαρχη μέθοδος απεικόνισης του οργανικού όλου,
απαιτείται η πλήρης ωρίμανση του όλου αυτού ούτως ώστε να έχουν σαφώς σχηματιστεί
οι πλευρές του, οι σχέσεις του. Η απλούστερη σχέση του οργανικού όλου μπορεί να
αποβεί πραγματικά απλή μόνο εφόσον αναπτυχθούν οι υπόλοιπες, συνθετότερεςς σχέσεις
αυτού του όλου.
Κατά δεύτερον, η σωστή χρησιμοποίηση της μεθόδου ανέλιξης από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο υποχρεωτικά προϋποθέτει ότι η γνώση έχει ήδη προκαταρκτικά
προδιαγράψει την πορεία από τη χαοτική αντίληψη για το όλο, από το αισθητηριακά
συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Αυτό ισχύει τόσο για την επιστήμη συνολικά, όσο και για
το μεμονωμένο άτομο. Η επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι ένα συγκεκριμένο
οργανικό όλο, πρέπει πρώτα να διανύσει μία πορεία, στην οποία θα υπερτερεί η κίνηση
της γνώσης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Το ίδιο συμβαίνει και
με το μεμονωμένο άτομο, το οποίο πρέπει να είναι επαρκώς αναπτυγμένο θεωρητικά,
ώστε να μπορέσει να εφαρμόσει συνειδητά τη μέθοδο ανέλιξης από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο κατά τη γνωστική διαδικασία εξέτασης του οργανικού όλου. Για να
πραγματοποιηθεί αυτός ο αναγκαίος όρος, το άτομο είναι υποχρεωμένο να διανύσει κατά
την ανάπτυξη του το στάδιο εκείνο της γνωστικής διαδικασίας, στο οποίο υπερτερεί η
κίνηση της γνώσης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο.
Τρίτον, και οι δύο κατευθύνσεις της κίνησης της γνώσης, από το αισθητηριακά
συγκεκριμένο στο αφηρημένο και από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, πρέπει να
παίρνονται πάντοτε στην ενότητα τους· σε κάθε όμως περίπτωση επιβάλλεται να
αποσαφηνίζεται η υπεροχή πότε της μιας, πότε της άλλης κατεύθυνσης, στα διάφορα
στάδια της γνωστικής διαδικασίας.
Ολοκληρώνοντας στο σημείο αυτό την ενότητα η οποία ήταν αφιερωμένη στην εξέταση
της μεθόδου της ανέλιξης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, πιστεύουμε ότι είναι
σκόπιμο, μετά το γενικό χαρακτηρισμό της, για άλλη μια φορά να θίξουμε το πρόβλημα
που αφορά το μηχανισμό αυτής της κίνησης της γνωστικής διαδικασίας,
χρησιμοποιώντας όμως τώρα πιο εξειδικευμένες κατηγορίες. Χωρίς αυτό το
χαρακτηρισμό είναι αδύνατο να διατυπωθεί το πρόβλημα του συσχετισμού ανάμεσα στο
ιστορικό και στο λογικό με ακριβή και πλήρη τρόπο.
Πιστεύουμε ότι ο μηχανισμός ανέλιξης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο
αποκαλύπτεται με τον πιο λεπτομερή και αυστηρό τρόπο μέσα από τον
αλληλοσυσχετισμό και την αλληλοσύνδεση των τεσσάρων κατηγοριών της
«επιφάνειας», της «ουσίας», του «φαινομένου», της «πραγματικότητας». Ο όρος
«επιφάνεια» χρησιμοποιείται εδώ για να δηλώσει εκείνο το επίπεδο κατανόησης του
αντικειμένου, το οποίο εμφανίζεται αμέσως με την πρώτη απεικόνιση του συγκεκριμένου
αντικειμένου στη νόηση. Σ' αυτή τη βαθμίδα της νόησης, το αντικείμενο παρουσιάζεται
κύρια σαν άμεσα δοσμένο.
Ας εξετάσουμε όμως στη συνέχεια ποιες είναι οι καθολικές στιγμές απεικόνισης στη
νόηση δύο πλευρών του οργανικού όλου που αλληλεπιδρούν. Από πού ξεκινά η
απεικόνιση; Αρχίζει από την απεικόνιση της πλευράς εκείνης που βρίσκεται στην
επιφάνεια του αντικειμένου, όταν αυτό γίνεται άμεσα αντιληπτό.
Ο Μαρξ, στο Κεφάλαιο αρχίζει την εξέταση του εμπορεύματος από την αξία χρήσης,
δηλαδή από εκείνη την πλευρά του εμπορεύματος, με τη βοήθεια της οποίας το
εμπόρευμα, κατά κύριο λόγο, γίνεται αντιληπτό. Ο Μαρξ χαρακτηρίζει αυτή την πλευρά,
βασικά, ανεξάρτητα από την άλλη πλευρά με την οποία βρίσκεται σε αλληλεπίδραση.
Στη συνέχεια, ο Μαρξ αποκαλύπτει την εξωτερική σχέση της πρώτης, επιφανειακής,
εξωτερικής πλευράς με την άλλη πλευρά. Στο Κεφάλαιο για παράδειγμα, δείχνει ότι η
αξία χρήσης, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις γίνεται ο φορέας της αξίας.
Μετά τον καθορισμό της εξωτερικής σχέσης της πρώτης πλευράς με τη δεύτερη, η
σκέψη κινείται προς την αξιολόγηση της δεύτερης, εσωτερικής, πλευράς, αυτής
καθαυτής, ενώ η δεύτερη πλευρά εξετάζεται (με τη σειρά της) ανεξάρτητα από την
πρώτη. Έτσι ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, μετά την εξέταση της αξίας χρήσης του
εμπορεύματος αυτής καθαυτής, και μετά τον καθορισμό της εξωτερικής σχέσης της με
την αξία, συνεχίζει με τον ορισμό της αξίας αυτής καθαυτής, ανεξάρτητα από την αξία
χρήσης. Η δεύτερη, η εσωτερική πλευρά της αλληλεπίδρασης αποδεικνύεται ότι είναι η
ουσία αυτής της αλληλεπίδρασης. Μόνο απ' αυτό το σημείο αρχίζει η διαδικασία της
γνώσης της πραγματικής, εσωτερικής κίνησης του αντικείμενου. Το να φτάσουμε σ' αυτή
τη διαδικασία της γνώσης της ουσίας του αντικειμένου σημαίνει να προσεγγίσουμε την
απεικόνιση των εσωτερικών του αντιφάσεων.
Αναφέραμε πιο πάνω ότι η δεύτερη πλευρά, η ουσία του αντικειμένου εξετάζεται τώρα
αυτή καθαυτή, ανεξάρτητα από την πρώτη πλευρά. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι
λησμονήσαμε τελείως αυτά που ήδη γνωρίσαμε σχετικά με την πρώτη πλευρά. Κατά τη
διαλεκτική κίνηση της σκέψης, η προηγούμενη πορεία της γνώσης δεν εξαλείφεται
εντελώς, αλλά διατηρείται σε μετασχηματισμένη μορφή. Στη δεύτερη πλευρά
υπερβαίνεται η πρώτη, η οποία διατηρείται σαν στιγμή της δεύτερης. Η ουσία του
αντικειμένου είναι αντιφατική, δηλαδή το αντικείμενο, στην ουσία του, συσχετίζεται με
τον εαυτό του όπως ακριβώς θα συνέβαινε με ένα άλλο, εξωτερικό προς αυτό,
αντικείμενο.
Μόλις οριστεί η ουσία του αντικειμένου αυτή καθαυτή, η νόηση αρχίζει την αντίστροφη
κίνηση: από την ουσία προς την επιφάνεια. Τώρα όμως η επιφάνεια γίνεται αντιληπτή μ'
έναν άλλο τρόπο, μέσα από άλλες πτυχές, πλευρές, σε σύγκριση με την αρχική, φάση
που δεν είχε ακόμα οριστεί η ουσία του αντικειμένου. Στη φάση αυτή, στην επιφάνεια
του αντικειμένου παρουσιάζουν ενδιαφέρον εκείνες μόνο οι πλευρές της, με τη βοήθεια
των οποίων «φωτίζεται», εκφράζεται η ουσία. Το σύνολο των πλευρών αυτών αποτελούν
το φαινόμενο της ουσίας του αντικειμένου. Έτσι ο Μαρξ, σστην ανάλυση του
εμπορεύματος, αφού εξέτασε πρώτα την αξία χρήσης αυτή καθαυτή, μετά εξέτασε την
εξωτερική σχέση της αξίας χρήσης με την αξία, μετά την ίδια την αξία αυτή καθαυτή,
εκθέτει τελικά τη θεωρία του για τις μορφές, με τις οποίες εκδηλώνεται η αξία, μοιάζει
δηλαδή, σαν να επιστρέφει πίσω στην αξία χρήσης, διότι η αξία εκδηλώνεται μονάχα
μέσα από τις σχέσεις των αξιών χρήσης των εμπορευμάτων.
Τέλος, ο Μαρξ διατυπώνει ειδικά την ενότητα φαινομένου και ουσίας, καθώς και τις
μορφές αυτής της ενότητας. Η μορφοποιημένη ενότητα φαινομένου και ουσίας αποτελεί
την πραγματικότητα. Να σημειωθεί ότι ο όρος «πραγματικότητα» δεν χρησιμοποιείται
εδώ με την έννοια της «ύλης», του «υπαρκτού», της «πραγματοποιημένης δυνατότητας»
κλπ. Είναι δε πολύ σημαντικό να μη συγχέονται μεταξύ τους αυτές οι έννοιες.
Η σκέψη κατευθύνθηκε από το αντικείμενο, όπως το συνέλαβε στην επιφάνεια, προς το
εσωτερικό του, και ύστερα ακολούθησε μια αντίστροφη πορεία. Για να αντανακλάσει
την πραγματικότητα του αντικειμένου, η νόηση επέστρεψε στην επιφάνεια, αλλά την
επιφάνεια τώρα πλέον τη συλλαμβάνει διαφορετικά, μέσα από το πρίσμα της ουσίας, και
συνεπώς στη διαδικασία αυτής της επιστροφής της σκέψης στην επιφάνεια
ανακαλύπτονται νέες πτυχές, πλευρές της επιφάνειας του αντικειμένου.
Εξετάζοντας την ουσία αυτή καθαυτή (από λογική άποψη, η κίνηση χαρακτηρίζεται σαν
κίνηση από την ουσία προς το φαινόμενο και την πραγματικότητα), μπορούμε να
καθορίσουμε σαν αντικείμενο ειδικής εξέτασσης τις εσωτερικές συνάφειες και σχέσεις.
Στην κίνηση της σκέψης από την επιφάνεια προς την ουσία, σε πρώτο πλάνο, δεσπόζει η
ανάλυση των εξωτερικών συναφειών και σχέσεων.
Όμως αυτό δεν είναι μια ολοκληρωμένη διατύπωση της γνωστικής διαδικασίας στη φάση
αυτή, διότι η νόηση κινείται συνέχεια προς αντίθετες κατευθύνσεις και δημιουργείται
σαν ενότητα αντιθέτων. Έτσι, στην πορεία της κίνησης της νόησης από την επιφάνεια
προς την ουσία, υπάρχει ταυτόχρονα, αν και δεν είναι κυρίαρχη, και η αντίθετη κίνηση
της σκέψης, σαν δευτερεύουσα τάση. Ο Μαρξ ορίζει την αξία χρήσης πριν ορίσει την
αξία, έχοντας βέβαια υπόψη του τη συνάφεια της με την αξία, χωρίς όμως να εξετάζει
ακόμα αυτή την ίδια τη συνάφεια. Κατά τον ορισμό της αξίας χρήσης αυτής καθαυτής,
ξεχωρίζει μόνο το στοιχείο εκείνο που είναι σημαντικό για την ανταλλαγή των
εμπορευμάτων. Κάθε εμπορευματοπαραγωγός, για να είναι σε θέση να ανταλλάξει το
εμπόρευμα του και να αποκτήσει ένα άλλο, ενδιαφέρεται μονάχα για την ικανότητα του
εμπορεύματος να ικανοποιεί τις ανάγκες του· αδιαφορεί για το πώς ανακαλύφθηκε και
πώς δημιουργήθηκε η αξία χρήσης του εμπορεύματος του άλλου
εμπορευματοπαραγωγού κλπ. Ο Μαρξ, ορίζοντας την αξία χρήσης αυτή καθαυτή,
αποσπάται από τις αιτίες εμφάνισης των αναγκών, από τον τρόπο που το συγκεκριμένο
αντικείμενο ικανοποιεί τις ανθρώπινες ανάγκες. Δεν διευκρινίζει προς το παρόν γιατί
ξεχωρίζει το ένα και γιατί αφήνει το άλλο, παρά μονάχα αργότερα, όταν ερευνά τον
ειδικό χαρακτήρα της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, ο αναγνώστης μπορεί να βρει τις
αναγκαίες γι' αυτά διευκρινίσεις.
Συνεπώς, εδώ η σκέψη οδηγείται από την επιφάνεια προς την ουσία και από την ουσία
στην επιφάνεια, παρά το γεγονός ότι υπερέχει η πρώτη κατεύθυνση στην κίνηση της
σκέψης. Στην κατεύθυνση της σκέψης από την ουσία προς το φαινόμενο και την
πραγματικότητα, η εικόνα μεταβάλλεται στο τελείως αντίθετο: υπερτερεί η κίνηση από
την ουσία προς το φαινόμενο και την πραγματικότητα, ενώ η κίνηση της σκέψης από την
επιφάνεια προς την ουσία διατηρείται σαν δευτερεύουσα τάση.
Η ολοκλήρωση της θεωρητικής απεικόνισης του οργανικού όλου πρέπει ταυτόχρονα να
είναι μια κίνηση με κατεύθυνση προς τα μπρος, ενώ θα δίνει την εντύπωση της κίνησης
επαναφοράς προς τα πίσω, στην αφομοιωμένη πλέον γνώση για το οργανικό όλο.
Η μέθοδος της ανέλιξης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο δεν χρησιμοποιείται σε
κάθε περίπτωση, παρά μόνο στη φάση εκείνη, που τα διάφορα στοιχεία της ανάπτυξης
ωρίμασαν. Στην πιο πλήρη, στην κλασική της μορφή, η μέθοδος της ανέλιξης από το
αφηρημένο στο συγκεκριμένο είναι η νοητική απεικόνιση του ώριμου σταδίου της
διαδικασίας της εξέλιξης, η οποία αποτελεί ένα οργανικό όλο.
Διατυπωμένο κατ' αυτό τον τρόπο, το πρόβλημα της ανέλιξης από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο αποδεικνύεται ότι είναι πρόβλημα του ιστορικού και του λογικού, δηλαδή
πρόβλημα της πραγματικής διαδικασίας της ανάπτυξης (ιστορικό) και της απεικόνισης
της στη νόηση (λογικό).
Το πραγματικό οργανικό όλο αναπτύσσεται.
Ποια είναι όμως τα στάδια ανάπτυξης του πραγματικού οργανικού όλου και ποια είναι τα
στάδια της γνώσης που καθορίζονται υποχρεωτικά απ' αυτά;
Το οργανικό όλο δεν σχηματίζεται αυτόματα. Αρχικά εμφανίζονται οι προϋποθέσεις
γένεσης του αντικειμένου, είναι η αρχή του αντικειμένου, κατά την οποία το αντικείμενο
σαν τέτοιο δεν υπάρχει ακόμα. Για παράδειγμα, οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις
εμφανίζονται ιστορικά πριν την εμφάνιση του καπιταλισμού.
Στην επόμενη βαθμίδα ή στάδιο ανάπτυξης του οργανικού όλου, για πρώτη φορά
σχηματίζεται ουσιαστικά το ίδιο το αντικείμενο. Είναι το στάδιο της πρωταρχικής
εμφάνισης του συγκεκριμένου οργανικού όλου. Για παράδειγμα, η πρωταρχική εμφάνιση
του καπιταλισμού εδραιώνεται ιστορικά με την εμφάνιση του εμπορεύματος «εργατική
δύναμη». Πρωταρχική εμφάνιση σημαίνει πως εμφανίζεται καθαυτό το δοσμένο
οργανικό όλο, το δοσμένο αντικείμενο καθαυτό.
Μετά την πρωταρχική του εμφάνιση το νέο οργανικό όλο αρχίζει να μετασχηματίζει το
παραδοσιακό σύστημα, από το οποίο και στη βάση του οποίου αναδύθηκε. Αυτή είναι η
διαδικασία της δημιουργίας του νέου οργανικού όλου.
Η ολοκλήρωση του μετασχηματισμού της παραδοσιακής βάσης από το δημιουργούμενο
νέο οργανικό όλο αποτελεί το στάδιο της ωριμότητας αυτού του νέου οργανικού όλου. Σ'
αυτή τη βαθμίδα ανάπτυξης διακρίνονται καθαρά οι αντιφάσεις, οι οποίες οδηγούν στο
μετασχηματισμό του νέου οργανικού όλου σε ένα άλλο αντικείμενο.
Αυτά είναι τα κύρια στάδια, οι βαθμίδες της προοδευτικής ανάπτυξης του αντικειμένου,
το οποίο εμφανίζεται σαν οργανικό όλο. Σ' αυτά τα στάδια (βαθμίδες) ανάπτυξης του
αντικειμένου αντιστοιχούν κατ' ανάγκη συγκεκριμένα στάδια (βαθμίδες) της γνώσης που
προσδιορίζονται με σαφήνεια.
Τα στάδια ανάπτυξης του μη ώριμου οργανικού όλου αναπαράγονται, κύρια, με τη
βοήθεια της κίνησης της γνώσης από τη χαοτική αντίληψη για το όλο, από το
αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο, ενώ η ανέλιξη από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Στην περίπτωση όμως της διαδικασίας
απεικόνισης του ώριμου οργανικού όλου, η εικόνα γίνεται τελείως αντίθετη, διότι τώρα
υπερτερεί η ανέλιξη από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ενώ η κίνηση από τη χαοτική
αντίληψη για το όλο, από το αισθητηριακό συγκεκριμένο προς το αφηρημένο αποτελεί
μια δευτερεύουσα τάση.
Η ωριμότητα του οργανικού όλου αποτελεί ένα στάδιο στη διαδικασία της εξέλιξης του.
Το παρελθόν δεν διατηρείται πλήρως μέσα στο παρόν, όμως δε χάνεται και τελείως,
αλλά διατηρείται μέσα στο παρόν με μετασχηματισμένη μορφή. Το παρόν μεταβάλλεται,
αναπτύσσεται και γι' αυτό, έτσι κι αλλιώς, περικλείει μέσα του σπέρματα του μέλλοντος,
μετατρέπεται σε μέλλον.
Γι' αυτόν το λόγο, σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη, η ανέλιξη από το αφηρημένο
στο συγκεκριμένο πρέπει να αποτελεί μια τέτοια απεικόνιση του υπάρχοντος σταδίου της
εξέλιξης, μια τέτοια απεικόνιση του παρόντος, ώστε αυτή η απεικόνιση να αποτελεί και
απεικόνιση του παρελθόντος και απεικόνιση του μέλλοντος μέσα στο παρόν.
Το ώριμο στάδιο εξέλιξης του οργανικού όλου αναπαράγεται νοητικά διαμέσου της
κίνησης της νόησης από την επιφάνεια προς την ουσία, και από την ουσία προς το
φαινόμενο και την πραγματικότητα του οργανικού όλου. Αυτή η κίνηση της σκέψης δεν
είναι μόνο αναπαραγωγή του υπάρχοντος οργανικού όλου, αλλά είναι επίσης και η
ιστορία του γίγνεσθαι του, με τη μορφή της διαλεκτικής άρνησης.
Στην κίνηση της νόησης από την επιφάνεια προς την ουσία, απεικονίζεται, μέσα στα
πλαίσια της διαλεκτικής άρνησης, το ιστορικό προτσές σχηματισμού των προϋποθέσεων
και της πρωταρχικής εμφάνισης του δοσμένου οργανικού όλου, στη δε κίνηση από την
ουσία προς το φαινόμενο και την πραγματικότητα εξετάζεται, σε μετασχηματισμένη
μορφή, το προτσές της ριζικής αλλαγής της παλιάς, παραδοσιακής βάσης, από το νέο
οργανικό όλο, που έχει ήδη εμφανιστεί. Για παράδειγμα, ο Μαρξ στο Κεφάλαιο αρχικά
χαρακτηρίζει το εμπόρευμα, το χρήμα, τη μεταμόρφωση του χρήματος σε κεφάλαιο.
Λογικά αυτό αποτελεί πορεία από την επιφάνεια του κεφαλαίου προς την ουσία του,
όμως ταυτόχρονα εδώ, με τη μορφή της διαλεκτικής άρνησης, παρουσιάζεται η ιστορική
εξέλιξη των προϋποθέσεων του κεφαλαίου και της εμφάνισης του.
Το παρελθόν δεν μετασχηματίζεται μόνο, αλλά διατηρείται ταυτόχρονα μέσα στο παρόν
με μετασχηματισμένη μορφή. Το παρόν δεν αντιστοιχεί στο παρελθόν με έναν τέτοιο
τρόπο, ώστε να στερεί το παρελθόν από κάθε ίχνος αυτοτέλειας. Μ' αυτό τον τρόπο
καταλάβαινε τη σχέση του παρελθόντος και του παρόντος ο Χέγκελ. Χρησιμοποιιώντας
αυτή την αντίληψη στην εξέταση της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, αυτό
σήμαινε ότι το παρελθόν έχανε κάθε αυτοτελή σημασία και μ' αυτό τον τρόπο, το παρόν
αποκτούσε το χαρακτήρα του σκοπού της ιστορίας. Σύμφωνα με τη μαρξιστική
αντίληψη, το παρελθόν σε καμιά περίπτωση δεν εξαφανίζεται πλήρως και απόλυτα μέσα
στο παρόν, όπως επίσης και το μέλλον δεν ανάγεται πλήρως στο παρόν.
Γι' αυτόν το λόγο και κατά τη νοητική απεικόνιση του ώριμου οργανικού όλου πρέπει να
υπάρχουν τρεις σχετικά αυτοτελείς σπείρες ελικοειδούς κίνησης της σκέψης, στις οποίες
δεν αντανακλάται μονάχα το παρόν, αλλά και το παρελθόν και το μέλλον, στα πλαίσια
της σχετικά ανεξάρτητης ύπαρξης τους μέσα στο παρόν. Στη λογική του <Κεφαλαίου
απεικονίζεται η επιφάνεια του κεφαλαίου (εμπορευματοχρηματικές σχέσεις), η ουσία του
κεφαλαίου (παραγωγή υπεραξίας), το φαινόμενο του κεφαλαίου (κυκλοφορία του
κεφαλαίου), η πραγματικότητα του κεφαλαίου (μορφές ενότητας των προτσές
παραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου). Εκτός απ' αυτό, υπάρχει ακόμα και η
εξέταση της επιφάνειας, της ουσίας και της πραγματικότητας του εμπορεύματος, καθώς
επίσης και ο χαρακτηρισμός των προϋποθέσεων εμφάνισης του νέου τρόπου παραγωγής
(ποιότητα, ποσότητα, μέτρο άρνησης του κεφαλαίου - εδώ δεν υπάρχει ουσία κλπ. διότι η
ουσία του νέου κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής δεν γεννιέται ακόμα).
Η σωστή λύση των παραπάνω προβλημάτων επιτρέπει να κατανοήσουμε το οργανικό
όλο, θα λέγαμε, στη ρίζα του. Η τέτοια όμως κατανόηση δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά
απαιτείται για το συνειδητό, ριζικό, πρακτικό μετασχηματισμό του γνωστικού
αντικειμένου, για τη διεύθυνση της ανάπτυξης του οργανικού όλου.
Στη συνέχεια της εργασίας μας, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε τις δυνατότητες
εφαρμογής της μεθοδολογίας που εξετάσαμε πιο πάνω συνοπτικά κατά τη μελέτη της
ανθρώπινης κοινωνίας.
Αν η κοινωνία αποτελεί ένα οργανικό όλο (σχετικά μ' αυτό θα αναφερθούμε σε επόμενο
κεφάλαιο), τότε πρέπει να την εξετάσουμε με τη μέθοδο της ανέλιξης από το αφηρημένο
στο συγκεκριμένο, πράγμα που σημαίνει πως επιβάλλεται να αρχίσουμε από την
απλούστερη σχέση και να οδηγηθούμε προς ολοένα συνθετότερες σχέσεις, να αρχίσουμε
από την επιφάνεια, να κινηθούμε προς την ουσία κλπ.
Η μελέτη της κοινωνίας με τη βοήθεια της μεθόδου της ανέλιξης από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο και σε ενότητα με τη λογική και ιστορική εξέταση μας προσφέρει τη
μοναδική δυνατότητα να αναδείξουμε με συνέπεια και βαθύτητα τις εσωτερικές
συνάφειες διάφορων πλευρών, διαφόρων σφαιρών της ζωής στην κοινωνία. Αυτό, με τη
σειρά του, έχει τεράστια πρακτική σημασία, διότι αποτελεί την απαραίτητη θεωρητική
προϋπόθεση διεύθυνσης της κοινωνικής ζωής στο σύνολο της.
[3] Β. Ι. Λένιν, «Τι είναι οι "φίλοι του λαού" », Άπαντα, τόμ. 1, σελ. 139.
[4] Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Έργα, τόμ.
13, σελ. 497 >(ρωσική έκδοση).
[5] Στο ίδιο, σελ. 494.
[6] Βλ. Β. Α. Βαζιούλιν, Η λογική τον «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ, Μόσχα, 1968 (στα
ρωσικά).
[7] Κ. Μαρξ, Οικονομικά χειρόγραφα 1857-1859, Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Έργα, τόμ.
46, μέρ.1, σελ. 36-37 (ρωσική έκδοση).
[8] Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι ο Μαρξ διέκρινε τους κλασικούς
θεωρητικούς της αστικής πολιτικής οικονομίας, οι οποίοι έτειναν προς μια νηφάλια και
ακριβή έρευνα του αστικού πλούτου, από τους αγοραίους αστούς οικονομολόγους, από
τους αδιάντροπους απολογητές της αστικής κοινωνίας
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΑΝ «ΟΡΓΑΝΙΚΟ ΟΛΟ»
«Τι σημαίνει λοιπόν κοινωνία, στην πιο γενική της μορφή; Προϊόν αλληλεπίδρασης των
ανθρώπων.»[9]
Θα εξετάσουμε τον ορισμό της κοινωνίας, που έδωσε ο Μαρξ, ανεξάρτητα απ'
οποιαδήποτε κοινωνική μορφή. Όπως βλέπουμε, ο Μαρξ γράφει 1) για τους ανθρώπους,
2) για την αλληλεπίδραση τους, 3) για το προϊϊόν της αλληλεπίδρασης τους.
Στο παραπάνω απόσπασμα δεν υπογραμμίζεται τυχαία το γεγονός ότι η κοινωνία
αποτελεί προϊόν αλληλεπίδρασης των ανθρώπων. Ο Μαρξ διατυπώνει την άποψη του για
τις ιδεαλιστικές αντιλήψεις του μικροαστού ιδεολόγου Προυντόν σε σχέση με την
ιστορία: «Αυτός [ο Προυντόν - σημ. Β.Β.] βρίσκει, τελικά, ότι οι άνθρωποι, σαν
επιμέρους προσωπικότητες, δεν ήξεραν τι έκαναν, ότι αυτοί οι ίδιοι καταλάβαιναν
λανθασμένα την ίδια τους την κίνηση, ότι δηλαδή, από μια πρώτη άποψη, η κοινωνική
τους εξέλιξη φαίνεται ότι είναι ένα πράγμα διαφορετικό, ξεκομμένο, ανεξάρτητο από την
ατομική τους εξέλιξη. Δεν είναι βέβαια σε θέση να εξηγήσει αυτά τα γεγονότα, και γι'
αυτό, ακριβώς σ' αυτό το σημείο, κάνει την εμφάνιση της η υπόθεση για τον καθολικό
λόγο που αυτοαποκαλύπτεται.»[10] Ο Μαρξ αποδεικνύει ότι η κοινωνική εξέλιξη δεν
είναι κάτι το απόλυτα ανεξάρτητο σε σχέση με τους ανθρώπους, αλλά ότι είναι προϊόν
της δραστηριότητας των ανθρώπων. Σχετικά μ' αυτό, δίνεται έμφαση στην κριτική της
ιδεαλιστικής αντίληψης της ιστορίας, ενώ αν υπογραμμίσουμε τη διαλεκτική αντίληψη
της κοινωνίας σε αντίθεση με τη μεταφυσική, πρέπει να δόσουμε έμφαση στο γεγονός
πως η κοινωνία είναι ταυτόχρονα και αποτέλεσμα (προϊόν) και διαδικασία
αλληλεπίδρασης των ανθρώπων.
Η αλληλεπίδραση των πλευρών, των στιγμών, των στοιχείων κλπ. κλπ., των
διαδικασιώνν, των πραγμάτων, των αντικειμένων, είναι η αληθινή «τελική αιτία τους»
(causa finalis -Β.Β.) Η εσωτερική τους αλληλεπίδραση, η αλληλοσύνδεση είναι η
πραγματική τους ουσία. Αυτή η καθολική διαλεκτική θέση μπορεί να εφαρμοστεί και
στην κοινωνία.
Η κοινωνία αποτελεί ενότητα εξωτερικής και εσωτερικής αλληλεπίδρασης των
ανθρώπων. Η εξωτερική αλληλεπίδραση είναι η αλληλεπίδραση των ανθρώπωων, σαν
φυσικών, ζωντανών όντων, η δε εσωτερική αλληλεπίδραση είναι η αλληλεπίδραση των
ανθρώπων σαν κοινωνικών όντων.
Ο άνθρωπος είναι ενότητα φυσικού και κοινωνικού. Αν ο άνθρωπος εξετάζεται μόνο σαν
φυσικό ον, τότε η κοινωνία αποτελεί ένα μηχανικό άθροισμα απομονωμένων ατόμων. Αν
όμως ο άνθρωπος εξετάζεται σαν κοινωνικό ον και μόνο, αν δηλαδή, αγνοείται η
βιολογική του φύση, ακόμα και τότε, έστω έμμεσα, με ασαφή τρόπο, πάλι
προϋϋποτίθεται ότι η κοινωνία αποτελεί ένα μηχανικό άθροισμα απομονωμένων ατόμων.
Η πρώτη τάση βρήκε την πιο αναπτυγμένη, κλασική της έκφραση στη φιλοσοφία του Λ.
Φόυερμπαχ, ο οποίος ξεκινούσε από το μεμονωμένο άτομο. Ήδη το 1847, ο Μαρξ έδωσε
το στίγμα της περιορισμένης ανάπτυξης των απόψεων του Α. Φόυερμπαχ: «Ο
Φόυερμπαχ διαλύει τη θρησκευτική ουσία στην ανθρώπινη ουσία. Αλλά η ανθρώπινη
ουσία δεν είναι μια· αφαίρεση, που ενυπάρχει μέσα στο απομονωμένο άτομο. Στην
πραγματικότητα της, είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Ο Φόυερμπαχ, που δεν
καταπιάνεται με την κριτική αυτής της πραγματικής ουσίας, είναι συνεπώς
αναγκασμένος: 1) Να κάνει αφαίρεση της πορείας της ιστορίας και να κάνει το
θρησκευτικό πνεύμα [Gemut] ένα πράγμα αναλλοίωτο που υπάρχει από μόνο του,
υποθέτοντας ότι υπάρχει ένα ανθρώπινο άτομο, αφηρημένο, απομονωμένο. 2) Να
εξετάζει συνεπώς το ανθρώπινο ον αποκλειστικά σαν "γένος", σαν εσωτερική βουβή
γενικότητα, που συνδέει με καθαρά φυσικό τρόπο τα πολυάριθμα άτομα.»[11]
Η δεύτερη τάση προσέγγισης της κοινωνίας βρήκε τη βαθύτερη της έκφραση στη
φιλοσοφία του Χέγκελ. Αφετηρία, για τον Χέγκελ, ήταν το καθολικό, ο λόγος, σαν κάτι
το ξεχωριστό από το ιδιαίτερο και το ενικό. Σε σχέση με την εξέταση του ζητήματος της
κοινωνίας και του ανθρώπου, αυτό σημαίνει ότι ο Χέγκελ ξεκινούσε από την κατανόηση
της κοινωνίας, χωρίς να εξετάζει τους ανθρώπους που την αποτελούσαν. Το ανθρώπινο
στον άνθρωπο αποκοβόταν από τον άνθρωπο και παρουσιαζόταν σαν απόλυτο, σαν θεός.
Και οι δυο θεωρίες, σε λανθάνουσα μορφή, προϋπόθεταν σαν βάση τους τη ρήξη
ανάμεσα στην κοινωνία και τους ανθρώπους, ανάμεσα στην αλληλεπίδραση και στο
ποιος αλληλεπιδρά, και συνεπώς και στις δυο θεωρίες, ο άνθρωπος παρουσιάζεται σαν
απομονωμένος άνθρωπος, σαν ένα φυσικό ον, που συνδέεται με τους άλλους ανθρώπους
μόνο με φυσικούς δεσμούς. Αν ο Χέγκελ εξέταζε την κοινωνία, την κοινωνική εξέλιξη,
στην ουσία, σαν κάτι το ξεκομμένο, θεμελιακά διαφορετικό από τους ανθρώπους και
μεταμορφωμένο σε κάτι το θεϊκό, ο Φόυερμπαχ, που παρατήρησε τον χεγκελιανό
μυστικισμό, τη χεγκελιανή αποσύνδεση του καθολικού από το ιδιαίτερο και το ενικό
(στην προκειμένη περίπτωση, την αποσύνδεση της κοινωνίας, της κοινωνικής εξέλιξης
απ' τους ανθρώπους), αρνήθηκε, ουσιαστικά, να ερμηνεύσει το καθολικό σαν κάτι
διαφορετικό από το άθροισμα του ενικού και έκφρασε άμεσα την άποψη για τον
άνθρωπο σαν ένα απομονωμένο άτομο και για την κοινωνία σαν ένα μηχανικό τους
άθροισμα.
Και οι δύο αυτές θεωρίες, άμεσα ή έμμεσα, στηρίζονται στη ρήξη της σχέσης του
ανθρώπου με την κοινωνία, στη ρήξη ανάμεσα στο φυσικό και κοινωνικό στον άνθρωπο,
σαν αιώνια, αξεπέραστη ρήξη. Αυτές οι "θεωρίες έχουν την κοινωνική τους ρίζα στην
ανταγωνιστική κοινωνία," στη ν οποία οι κοινωνικές δυνάμεις πραγματικά εναντιώνονται
στους ανθρώπους σαν ανεξάρτητες, ανεξέλεγκτες δυνάμεις που δρουν εχθρικά απέναντι
τους. Αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις αποκτούν τη μεγαλύτερη ανάπτυξη ανεξαρτησίας και
εχθρότητας απέναντι στους ανθρώπους στην καπιταλιστική κοινωνία. Αν μάλιστα οι
κοινωνικές δυνάμεις μόνο στον ένα ή στον άλλο βαθμό είναι εχθρικές προς την κυρίαρχη
τάξη, την τάξη των καπιταλιστών (απειλή κρίσης, καταστροφής, κλπ.), σε σχέση με την
τάξη των εργατών οι κοινωνικές δυνάμεις εμφανίζονται σαν ριζικά εχθρικές.
Και οι δύο αυτές θεωρίες αναπτύσσονται στα πλαίσια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Η
ιδιωτική ιδιοκτησία αναγκάζει τον ιδιοκτήτη να θεωρεί τους υπόλοιπους ανθρώπους σαν
μέσο, να βλέπει τον εαυτό του σαν κάτι αυθυπόστατο, σαν κέντρο, σαν σκοπό. Όλοι οι
υπόλοιποι άνθρωποι, αν κρίνουμε από τη σκοπιά του κατόχου της ιδιωτικής ιδιοκτησίας,
είναι άτομα που συνδέονται μ' αυτόν μονάχα εξωτερρικά.
Η συνεπής διαλεκτική αντίληψη για την κοινωνία και τον άνθρωπο, για το φυσικό και το
κοινωνικό στον άνθρωπο, μπόρεσε να αναπτυχθεί μονάχα από τους θεμελιωτές του
μαρξισμού, διότι αυτοί ξεκινούσαν απόό τελείως διαφορετική κοινωνική τοποθέτηση,
την τοποθέτηση της εργατικής τάξης, η οποία εξαιτίας της πραγματικής υλικής της
κατάστασης, εξαιτίας της θέσης και του ρόλου της στην παραγωγή και στην κοινωνία,
προορίζεται να εξαφανίσει την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, τη ρήξη
ανάμεσα στην κοινωνία και στον άνθρωπο, την ιδιωτική ιδιοκτησία, να κοινωνικοποιήσει
την ιδιοκτησία, να υποτάξει τις κοινωνικές δυνάμεις στους ανθρώπους. Μόνο απ' αυτή τη
θέση έγινε δυνατό να αποσαφηνιστεί ότι οι εχθρικές προς τον άνθρωπο κοινωνικές
δυνάμεις δημιουργούνται απ' τους ίδιους τους ανθρώπους σε συγκεκριμένες,
αντικειμενικές συνθήκες, ότι η εχθρότητα του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, η αντίληψη
του ανθρώπου για τον εαυτό του σαν απομονωμένο άτομο, εχθρικό ή αδιάφορο,
αντιπαρατιθέμενο προς τους άλλους ανθρώπους, δεν έχουν αιώνια ισχύ. Ο μαρξισμός
δείχνει επιστημονικά και τους τρόπους και τα μέσα της ριζικής αλλαγής αυτής της
κοινωνίας.
Παίρνοντας υπόψη τα παραπάνω, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα,
ποιο είναι το αφετηριακό σημείο μελέτης της κοινωνίας: το άτομο ή η ίδια η κοινωνία;
Από τα παραπάνω απορρέει ότι είναι αδύνατο να ξεκινήσουμε από το άτομο, ξεκομμένο
από την κοινωνία, διότι τότε χάνεται όλο το κοινωνικό στον άνθρωπο και αυτός
παρουσιάζεται μόνο σαν ζώο, σαν φυσικό ον, που συνδέεται με τα άλλα όμοια του όντα
μόνο με φυσικούς δεσμούς· η ιδιομορφία του κοινωνικού, η ουσία του ανθρώπου
χάνονται από το ορατό μας πεδίο και δεν επιδέχονται εξηγήσεις. Όμως, από την άλλη
πλευρά, δεν πρέπει να ξεκινήσουμε από την κοινωνία, έξω από τα άτομα, διότι τότε η
κοινωνία, η κοινωνική ανάπτυξη παρουσιάζεται ως θεϊκή, υπερφυσική, ανεξήγητη
δύναμη. Αν ξεκινήσουμε ταυτόχρονα και από τον άνθρωπο, απομονωμένο από την
κοινωνία, και από την κοινωννία σαν δύναμη έξω και πάνω απ' τον άνθρωπο, τότε η
ρήξη μεταξύ τους δεν εξαφανίζεται και η εξήγηση της κοινωνίας παραμένει αδύνατη.
Την εξήγηση της κοινωνίας μπορούμε να την αναζητήσουμε μόνο στην κατεύθυνση της
κατανόησης της σαν αλληλεπίδρασης των ανθρώπων.
Πιθανό να δημιουργηθεί η εντύπωση - αν θεωρήσουμε σαν αφετηρία την απλή άρνηση
των τρόπων προσέγγισης του προβλήματος, που αναφέραμε στην προηγούμενη
παράγραφο - ότι πρέπει να σταματήσουμε στη θέση πως ο άνθρωπος, σαν άνθρωπος,
υπάρχει μόνο στην κοινωνία και ότι εφόσον η κοινωνία είναι αποτέλεσμα της
αλληλεπίδρασης των ανθρώπων, συνεπώς χωρίς τους ανθρώπους που την απαρτίίζουν,
αυτή δεν μπορεί να υπάρχει. Αυτό σημαίνει πως αν ο άνθρωπος και η κοινωνία υπάρχουν
μονάχα στα πλαίσιια του αλληλοκαθορισμού τους, τότε πρέπει ταυτόχρονα να
εξηγήσουμε το πρώτο με το δεύτερο και το δεύτερο με το πρώτο. Όμωςς η απλή άρνηση
των προηγούμενων προσεγγίσεων που αναφέραμε πιο πάνω δεν δίνει τη δυνατότητα να
λύσουμε εντελώς σωστά το πρόβλημα του ανθρώπου και της κοινωνίας.
Δεν πρέπει, απ' τη μια, να αποκόβουμε τους ανθρώπους από τις σχέσεις τους μεταξύ τους
και από την αλληλεπίδραση τους, αλλά και από την άλλη, δεν πρέπει να ταυτίζουμε
απόλυτα τους ανθρώπους με την αλληλεπίδραση τους. Η διαλεκτική λύση του ζητήματος
βρίσκεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι και η αλληλεπίδραση τους είναι πράγματα,
ταυτόχρονα, και ταυτόσημα και διαφορετικά.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, δεν είναι αδιάφορο, από πού πρέπει να αρχίσουμε την
ανάλυση: από τους ανθρώπους ή από το προϊόν της αλληλεπίδρασης τους.
Σήμερα στη μαρξιστική φιλολογία υπάρχουν δυο χαρακτηριστικές απαντήσεις. Οι μεν
παραδέχονται ότι ο μαρξισμός δέχεται πάντα σαν αφετηρία το «εμπειρικό άτομο», οι δε
υποστηρίζουν τη γνώμη ότι αφετηρία στο μαρξισμό μπορεί να 'ναι μόνο η κοινωνία.
Εμείς πιστεύουμε ότι ούτε η μία γνώμη ούτε η άλλη μπορούν να γίνουν πλήρως
αποδεκτές. Αναλυτικότερα, αυτές οι διαφορετικές θέσεις εκφράζονται η μεν πρώτη, στο
ενδιαφέρον βιβλίο του Φ. Τοκάι Σχετικά με τη θεωρία του κοινωνικού σχηματισμού, η
δε δεύτερη, στον τεκμηριωμένο επίλογο του ίδιου βιβλίου, γραμμένο απ' τον Β. Ζ. Κέλε.
Συγκεκριμένα, ο Φ. Τοκάι, διατυπώνει ουσιαστικά την άποψη ότι οι κλασικοί του
μαρξισμού - λενινισμού ξεκινούσαν πάντοτε .από το «εμπειρικό άτομο», παραπέμπει δε
σε διάφορα αποσπάσματα από τα έργα τους για να αποδείξει την άποψη του. Όμως ο
συγγραφέας δεν παίρνει πάντα υπόψη του το περιεχόμενο των συμφραζομένων από τα
διάφορα αποσπάσματα που παραθέτει. Ο Φ. Τοκάι δεν αποκαλύπτει τη σημασία που
μπορεί να έχει η πρόταση του για να αρχίσει η έρευνα από το «εμπειρικό, συγκεκριμένο
άτομο», δεν αναλύει απ' αυτή τη θέση τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία. ΓΓ αυτό,
στην ουσία, παραμένει ασαφής η διαφορά αυτής της θέσης του από την αντίστοιχη του
Φόυερμπαχ.
Ο Β. Ζ. Κέλε διατυπώνει αποφασιστικά επιχειρήματα με ωραίο τρόπο, ενάντια σ' αυτή
την άποψη. Ο Κ. Μαρξ και ο Φ. Ένγκελς, σαν ιστορικοί υλιστές, ξεκινούσαν πάντοτε
από την ιστορική πραγματικότητα και δεν έφτιαχναν απριόρι σχήματα. «Το να
ξεκινήσεις από την πραγματικότητα» σύμφωνα με τον Μαρξ, «σημαίνει να ξεκινήσεις
από το "σύνολο όλων των κοινωνικών σχέσεων", οι οποίες αποτελούν την "ουσία του
ανθρώπου", να ξεχωρίσεις σ' αυτές, τις κύριες, τις καθοριστικές - τις υλικές σχέσεις, να
δείξεις την εξάρτηση των τελευταίων από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων
κλπ. Γι’ αυτό, έξω από την ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων δεν μπορούμε να πούμε
τίποτα το συγκεκριμένο ούτε για τα ίδια τα "εμπειρικά άτομα", ούτε για το χαρακτήρα
και την κατεύθυνση της δραστηριότητας τους: Το "εμπειρικό άτομο" σαν τέτοιο,
αποτελεί αφετηριακό σημείο και για τη θετικιστική κοινωνιολογία, η οποία ασχολείται
με την περιγραφή της "συμπεριφοράς" αυτού του ατόμου, κινείται όμως στην επιφάνεια
των φαινομένων. Γι’ αυτό, η κατεύθυνση της μαρξιστικής ανάλυσης ξεκινά από την
κοινωνία και πηγαίνει προς τον άνθρωπο. Και αυτό αποτελεί βασική αρχή, στην οποία
αναφέρθηκαν, πολλές φορές και χωρίς διφορούμενα, οι ίδιοι οι θεμελιωτές του
μαρξισμού - λενινισμού.»[12]
Η ουσία των επιχειρημάτων αυτών αποδίδεται ως εξής: επειδή η ουσία του ανθρώπου
είναι «το σύνολο όλων των κοινωνικών σχέσεων», τα «συγκεκριμένα άτομα» έξω απ' την
κοινωνία δεν έχουν κοινωνική φύση και γι' αυτό δεν μπορούμε τίποτε να πούμε γι' αυτά
σαν κοινωνικά άτομα, η επιλογή δε της θετικιστικής κοινωνιολογίας να χρησιμοποιήσει
ως αφετηριακό σημείο διερεύνησης το «εμπειρικό άτομο» οδηγεί σε μια επιφανειακή
ανάλυση. Γι' αυτόν το λόγο, πρέπει να ξεκινήσουμε από την κοινωνία και όχι από το
«συγκεκριμένο άτομο».
Αν επιχειρούσαμε να προσδιορίσουμε το διαλεκτικο-λογικό υπόβαθρο αυτού του
συλλογισμού, θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής: Κατά τη μελέτη της αλληλεπίδρασης
κάποιων στοιχείων, πλευρών, που σχηματίζουν ένα σύστημα, επιβάλλεται να
ξεκινήσουμε από την αλληλεπίδραση, από την ουσία, και μετά από δω, να οδηγηθούμε
στην εξέταση των στοιχείων, των πλευρών, δηλαδή προς την επιφάνεια' αυτό είναι
απαραίτητο διότι η ουσία, η αλληλεπίδραση είναι το κύριο, το καθοριστικό για την
κατανόηση των στοιχείων, των πλευρών σαν στοιχεία, σαν πλευρές αυτού ακριβώς του
συστήματος, αυτής της αλληλεπίδρασης. Έτσι λοιπόν, με ασαφή και, ίσως, ασυνείδητο
τρόπο, προϋποτίθεται ότι ο μαρξισμός στηη γνώση της κοινωνίας πρέπει απαραίτητα να
κατευθύνεται από την ουσία προς την επιφάνεια. Σύμφωνα μ' αυτή την άποψψη, αν
θεωρήσουμε ως σημείο αφετηρίας μας την επιφάνεια, τότε αναπόφευκτα η σκέψη μας θα
«ολισθαίνει» πάνω της και θα φανεί η αδυναμία μας να κατανοήσουμε, να εξηγήσουμε
την ουσία (δεν είναι άσχετο που εδώ γίνεται λόγος για τη θετικιστική κοινωνιολογία). Η
κίνηση της γνώσης από την επιφάνεια προς την ουσία, βασικά, μ’ αυτό τον τρόπο
εξοβελίζεται από το σύστημα του μαρξισμού.
Στο πρώτο κεφάλαιο σημειώσαμε ήδη, ότι η κίνηση της γνώσης πραγματοποιείται από
την επιφάνεια προς την ουσία και από την ουσία προς την επιφάνεια (ακριβέστερα, προς
το φαινόμενο και την πραγματικότητα). Αυτές οι αντίθετες κινήσεις της γνώσης
συμβαίνουν πάντα ταυτόχρονα, όμως παράλληλα με αυτό, σε καθορισμένα στάδια της
γνώσης, δεσπόζει και προσδιορίζει βασικά το χαρακτήρα του σταδίου της γνώσης,
αρχικά η κίνηση από την επιφάνεια προς την ουσία, και κατόπιν η κίνηση από την ουσία
προς την επιφάνεια.
Οι αντίθετες απόψεις γύρω από το αφετηριακό σημείο της γνώσης της κοινωνίας, όπως
εκφράζονται στη σύγχρονη μαρξιστική φιλολογία, προϋποθέτουν με ασαφή τρόπο το
δίλημμα: είτε αποκλειστική πορεία της γνώσης από την επιφάνεια προς την ουσία, είτε
αποκλειστική πορρεία της γνώσης από την ουσία προς την επιφάνεια.
Οι οπαδοί του δεύτερου μέρους του διλήμματος αυτού αφήνουν να εννοηθεί, άθελα ή
θελημένα, ότι η πορεία της γνώσης από την επιφάνεια προς την ουσία είναι αδιάρρηκτα
συνδεδεμένη με την αστική κοσμοθεωρία, και συγκεκριμένα, με την ιδιαιτερότητα του
φοϋερμπαχισμού και με την ιδιαιτερότητα της προσέγγισης της αστικής πολιτικής
οικονομίας, κύρια του 17ου αιώνα. Βέβαια είναι σωστό ότι η πορεία της γνώσης από την
επιφάνεια στην ουσία, ξεκομμέένη από την αντίθετη της πορεία, καταλήγει αναπόφευκτα
στο θετικισμό κλπ., και είναι χαρακτηριστική για την αστική ιδεολογία. Όμως, και η
πορεία της γνώσης από την ουσία στην επιφάνεια, ξεκομμένη από την αντίθετη της
πορεία, είναι ιδεαλισμός και μεταφυσική. Στην πιο αναπτυγμένη της μορφή, αυτή η
τελευταία μέθοδος προσέγγισης εφαρμόστηκε από τον Χέγκελ.
Μια από τις ιδιομορφίες του μαρξισμού αποτελεί και το γεγονός ότι ο Κ. Μαρξ και ο Φ.
Ένγκελς δεν αρνήθηκαν απλά τις απόψεις του Χέγκελ και του Φόυερμπαχ, ότι δεν
ένωσαν απλά και μηχανικά το φοϋερμπαχισμό με το χεγκελιανισμό, αλλά
επεξεργάστηκαν τις απόψεις του Φόυερμπαχ και του Χέγκελ, αποκαλύπτοντας τις
ορθολογικές πτυχές τους.
Στο Κεφάλαιο, αυτή η προσέγγιση υλοποιήθηκε συγκεκριμένα στο πρόβλημα σχετικά με
την έρευνα της ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Η λογική που ισχύει κατά την απεικόνιση της καπιταλιστικής οικονομίας στο Κεφάλαιο,
μπορεί να χρησιμοποιηθεί στις καθολικές της πλευρές και για την απεικόνιση της
κοινωνίας.
Πράγματι, αν συγκρίνουμε τον ορισμό της κοινωνίας, που δόθηκε από τον Κ. Μαρξ στο
γράμμα του προς τον Π. Β. Ανένκοβ (το σχετικό απόσπασμα παρατέθηκε στην αρχή
αυτού του κεφαλαίου), με τον ορισμό του καπιταλιστικού πλούτου στο Κεφάλαιο, θα
δούμε ότι ανάμεσα τους δεν υπάρχει μόνο μια καθαρή εξωτερική λογική ομοιότητα.
«Ο πλούτος των κοινωνιών, όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής,
εμφανίζεται σαν ένας "τεράστιος σωρός από εμπορεύματα" [στο γερμανικό κείμενο
"Warensammlung", δηλαδή, σε ακριβή μετάφραση, "συγκέντρωση εμπορευμάτων" — Β.
Β.], και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδικη μοορφή του. Γι' αυτό, η ερευνά μας
αρχίζει από την ανάλυση του εμπορεύματος.»[13] Η συσσώρευση, η συγκέντρωση
εμπορευμάτων αποτελεί την αλληλεπίδραση των εμπορευμάτων, όπως αυτή
παρουσιάζεται στην επιφάνεια, σε μια πρώτη άποψη. Στη συνέχεια ο Κ. Μαρξ δείχνει ότι
το εμπόρευμα, αυτή η θεμελιακή μορφή του καπιταλιστικού πλούτου, δεν υπάρχει
ξεκομμένα από τα άλλα εμπορεύματα, σαν εμπόρευμα, αλλά παίρνει το χαρακτήρα
εμπορεύματος μόνο εξαιτίας της αλληλεπίδρασης του με άλλα εμπορεύματα, και ότι οι
εμπορευματικές σχέσεις, αφού γίνουν δεσπόζουσες και καθολικές στην κοινωνία, είναι
καπιταλιστικές σχέσεις.
Μ' αυτό τον τρόπο, η στοιχειώδης μορφή του καπιταλιστικού πλούτου είναι το
ξεχωριστό εμπόρευμα στην κοινωνία σαν τέτοια, ανεξάρτητα από τη μορφή της, στοιχείο
της οποίας είναι ο άνθρωπος· ο καπιταλιστικός πλούτος διαμορφώνει την αλληλεπίδραση
των εμπορευμάτων (που παρουσιάζεται στην επιφάνεια μόνο σαν απλή συσσώρευση,
συγκέντρωση εμπορευμάτων), ενώ η ανθρώπινη κοινωνία αποτελεί αλληλεπίδραση
ανθρώπων.
Και εδώ και εκεί έχουμε αλληλεπίδραση στοιχείων στην πρώτη περίπτωση
εμπορευμάτων, στη δεύτερη ανθρώπων.