Tải bản đầy đủ (.pdf) (59 trang)

assasinoi tou borra, drosoulites tou notou - teos rombos

Bạn đang xem bản rút gọn của tài liệu. Xem và tải ngay bản đầy đủ của tài liệu tại đây (776.34 KB, 59 trang )



ΤΕΟΣ ΡΟΜΒΟΣ
ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ
ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ
ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ
ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ
ΑΘΗΝΑ 1993
1. ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΝΟΤΟ

Το ταξίδι του γραψίματος, η αυτοσυγκέντρωση, η στιγμή
της δημιουργίας, το αργό ξεδίπλωμα του χρόνου μέσα στις
κλειδώσεις των δαχτύλων, το ανασκάλεμα της μνήμης που
τη μια φωτίζεται και την άλλη σβήνει και ξεθωριάζει
Ο λαβύρινθος των σκέψεων, το ποτάμι του μυαλού, το
τραγούδι που φουσκώνει σιγανά στις ρώγες των δαχτύλων,
σκιές γραμμωτές, έντονες διεισδύουνε στα απόκρυφα και
στα σκοτεινά, στα σπλάχνα του εγκεφάλου, στα έγκατα των
σκέψεων, στα πηγάδια των πιο μύχιων επιθυμιών και στο
μεδούλι των κοκάλων, εκεί που βρίσκεται η ουσία και η
ψυχή των πραγμάτων, το νόημα της ύπαρξης και ο λόγος του
είναι. Εκεί που ο καθένας κρατάει κρυφή κι ανείπωτη τη
μέσα πλευρά του εαυτού του, στην πιο εσωτερική πτυχή της
απροσπέλαστης και γεμάτης αμυντικούς μηχανισμούς
ύπαρξής του. Βαθιά και μέσα στα εντόσθια της Γης, στις
αμέτρητες φλούδες και επιστρώσεις της που σκέπασαν τόσες
και τόσες παρουσίες ζωής, ιστορίες μικρές, καθημερινές που
χάθηκαν και χάνονται μέσ' στο χρόνο. Στο μυαλό μου
ανάκατα τα πρόσωπα, οι σχέσεις, οι φιλίες, οι πράξεις, οι
ημερομηνίες, τα γεγονότα


Απομακρύνομαι από την πόλη με το παλιό σαραβαλιασμένο
λεωφορείο, μπροστά πάνω απ' τη θέση του οδηγού χάντρες
και πολύχρωμα κρόσσια που γέρνουνε σε κάθε στροφή του
δρόμου. Μέσα από το άπλυτο τζάμι βλέπω τη γη, επίπεδες
εκτάσεις, κάμπους, μουντά καφετιά χρώματα, λαμπερά
κίτρινα, φωτεινά μπλε, τους όγκους των μουσουλμανικών
τζαμιών, των σπιτιών που χάνουν τα σχήματά τους και
τρεμουλιάζουν όσο μακραίνουνε. Μέσ' στην ανακατεμένη
λάσπη και στα σπάρτα που πετάγονται σαν άγριες νυχιές
αισθάνομαι το χειμώνα, μοναχικοί άντρες περπατάνε στα
χωράφια, γυναίκες στα αγροτόσπιτα, καθώς περνάει το
λεωφορείο κουνάνε τα χέρια σε χαιρετισμό. Δαμάλια
μασουλάνε στα λιβάδια τριφύλλι. Οι λίμνες ενώνονται με τη
θάλασσα, αργυροπελεκάνοι, γερανοί που πετάνε χαμηλά
πάνω απ' τα νερά, ατέλειωτες διακλαδώσεις δρόμων και
δρομίσκων που δεν οδηγούν πουθενά, έτσι όπως οι
αδιέξοδες σκέψεις για την αιτία της ύπαρξης. Παντού ο
τόπος τριγυρισμένος από νερά, στο βάθος θαμπά
υπολείμματα μιας βυζαντινής πολιτείας, το Νερόκαστρο,
στέκει υποχθόνιο, αρρωστημένο, θανατερό, σαν μια
παραίσθηση. Νιώθω ότι ταξιδεύω σε νησί, δεξιά κι αριστερά
στην άσφαλτο νησίδες, αμμούδες, αλίπεδα, μόλις εξέχουνε
από την επιφάνεια της θάλασσας, απ' τη μια κι απ' την άλλη
τα γλυφά νερά, όλες οι αποχρώσεις της γκρίζας τίντας μέχρι
το μαύρο της σινικής ανοίγουν σαν βεντάλια μπροστά στα
μάτια, ο ήλιος, μια αιωρούμενη πορφύρα που βουτάει στο
μούχρωμα του μελιού και των πορτοκαλιών, των
ηφαιστειωδών εκρήξεων, μπουκωμένες απ' την αντηλιά
σκιές γλάρων που κρώζουν πάνω στις χρυσοκόκκκινες
λακκούβες των κυμάτων, λαρυγγισμοί από κουρούνες που

διεκδικούν το φαγητό τους θυμωμένα στο σκουπιδότοπο έξω
απ' το δρόμο, στην άμμο απολιθώματα, ψόφια ζώα,
νυφίτσες, γλάροι, ταριχευμένα φυσικά από τον ήλιο και τ'
αλάτι σε κινήσεις χορευτικές, μια φουντωτή ουρά αλεπούς
που εξέχει από τα λασπόνερα, το παγωμένο μάτι του
θανάτου της κοιτάζει λοξά, όστρακα σαν την άμμο, αυτιά
της θάλασσας, ματάκια της θάλασσας, αστερίες διπλωμένοι
σε αγωνία ασφυξίας, αχινοί ξεραμένοι μωβ και μαύροι,
γουρουνίτσες πιτσιλωτές, σωροί σάπια φύκια και αρμύρα
που τρίζει κάτω από τα πόδια, πεθαμένα ανθόζωα και
λειχήνες στις τσακισμένες πλάτες των βράχων, πάνω τους
τρέχουνε καβούρια σαν μάσκες διαβολικές, με μακριά λεπτά
πόδια και γουρλωτά ερευνητικά μάτια Το Πόρτο Λάγος.

Στην άκρη του Δίαυλου, μια σειρά πάσσαλοι μπηγμένoι στα
νερά καθρεφτίζονται μαζί με τις τεράστιες άσπρες πέτρες
του κυματοθραύστη, ίδιο προϊστορικό κήτος που έχει
εκβραστεί, το φανάρι πλέει πάνω στο νερό, λικνίζεται,
ριγάει, τρεμουλιάζει, σκουριάζει στα μελανά νερά, οι
καλαμιώνες, τα στρογγυλά φύλλα με τις κορώνες των
λευκών νούφαρων, δίπλα στις αμμούδες τ' αρμυρίκια με τη
λιγδερή ερωτική τους μυρωδιά, σκελετοί από σαπισμένες
ξύλινες βάρκες τραβηγμένες στις ξέρες, καΐκια με
τσακισμένες τις τρόπιδες πεθαίνουνε βουλιαγμένα στα ρηχά,
ο φάρος αναβοσβήνει στην είσοδο του παρατημένου
λιμανιού που έχει κλείσει από προσχώσεις κι έχει γεμίσει
βούρλα που εξέχουνε από το νερό. Το παλιό λιμάνι
στοιχειώνει με την παρουσία τριών φορτηγών που
σκουριάζουνε άβαφτα, τσαμπιά τα μύδια στα ύφαλα, χωρίς
πληρώματα, δεμένα στην προκυμαία με λιωμένους κάβους,

οι μπίγες τους για χρόνια αδούλευτες, ο άνεμος περνάει
ανάμεσα στα συρματόσχοινα, σφυρίζει κι οι γλάροι
κουτσουλάνε τις αματσακόνιστες κουβέρτες των πεθαμένων
καραβιών. Έξω μπροστά στην προβλήτα, στα μεγάλα
νεοκλασικά κτίρια, το Λιμεναρχείο -το σήμα που 'χει έρθει
μιλάει για δεκαέξι αγνοούμενους - δίπλα το Τελωνείο, με
πεσμένους τους σοβάδες, ξεβαμμένα παράθυρα, το γαλάζιο
σκουφί του μιναρέ που λογχίζει σαν βέλος ένα καφετί
ουρανό, τα παιδιά που βγαίνουνε από το Μεντρεσέ τρέχουνε
με τις σχολικές τσάντες ξεφωνίζοντας, μέσα στον παλιό
καφενέ καθισμένοι οι γέροντες σφίγγουνε τα μπαστούνια
τους σαν σκήπτρα, μπεγλεράνε μία μία τις κεχριμπαρένιες
χάντρες, κοιτάνε ολόισια μπροστά στην ξυλόσομπα που
καπνίζει τις μορφές που φτιάχνονται στιγμιαία, αγαπημένα
πρόσωπα που χάθηκαν στη διαδομή της ζωής, απ' τη μεριά
της θάλασσας αντηχεί η βραχνή μπουρού του ρυμουλκού
που ψάχνει ανοιχτά στο πέλαγος τους δεκαέξι αγνοούμενους
ναυτικούς τ' απόνερα αφρίζουν και φουσκώνουν στα
ύφαλα του μικρού σκάφους ενώ η μηχανή κάνει κράτει, η
τρικυμία το ανασηκώνει πάνω στους λόφους, στα φρύδια
των κυμάτων και το βυθίζει μέσα σε λάκκους. Στη γέφυρα, ο
καπετάνιος με άχρωμη φωνή μιλάει στο σωλήνα: ΔΕΞΙΑ,
ΜΠΡΟΣ, ΤΙΜΟΝΙ ΔΕΞΙΑ, ΚΡΑΤΕΙ, ΑΝΑΠΟΔΑ, ΜΠΡΟΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ… τα κύματα κι η φουρτούνα χτυπάνε στον
καθρέφτη του ρυμουλκού που μπαντάρει αριστερά κι ο
τιμονιέρης βλαστημάει

Ανθισμένες οι φούντες μέσ' στις καλαμιές στο δέλτα του
ποταμού, χτισμένες κάτω και γύρω από το μεσαιωνικό
κάστρο του Διδυμότειχου οι κατοικίες-σπηλιές με τα

πολύχρωμα ασβεστωμένα ντουβάρια, τα παιδάκια των
μουσουλμάνων με τα μεγάλα μάτια περπατάνε κάνοντας
θόρυβο πάνω στις στραβωμένες κονσέρβες, η καταχνιά
σκεπάζει και κρύβει τους μικρούς αγροτικούς δρόμους,
μέρες χειμώνα, τα ατλαζιά, τα ολομέταξα και τα αστραχάν
της Λυκαυγής, τα μυστικά νυχτερινά περάσματα των
κοντραμπαντιέρηδων, οι σποραδικοί ανεξιχνίαστοι
πυροβολισμοί τις νύχτες, ο καταυγασμός των μυριάδων
άστρων που καθρεφτίζονται πάνω στα νερά του ποταμού, οι
σουβλερές μύτες των μιναρέδων, η μακρόσυρτη φωνή του
μουεζίνη που την ταξιδεύει ο αέρας, τα δάκρυα που κυλάνε
στα μάτια της νεαρής πομάκας, ο αντίλαλος από τις
στριγγλιές στη θέα του νεκρού της άντρα σε μετωπική
σύγκρουση, το μοιρολόι των ανθρώπων στη θέαση του
επέκεινα, τα μάτια του νεκρού κλειστά σαν να κοιμάται -
τίποτα δε μαρτυράει ότι εκείνος ο άνθρωπος βρίσκεται
αλλού. Ο αμανές λάγνος, θείος, ερωτικός. Οι ψίθυροι και τα
πνιχτά γελάκια που ακούγονται να έρχονται με αντήχηση
από το Σπήλαιο των Νυμφών στην Καβάλα, σαν χάδια
ερεθιστικά με τα νύχια στη σπονδυλική στήλη. Ο χορός των
τυφλών μαύρων φιδιών πάνω στα σαπισμένα φύλλα στα
μικρά ποταμάκια που εκβάλλουνε στα νοτιοδυτικά της
Πελοποννήσου. Μόλις ακούνε το θόρυβο απ' τα βήματα
πάνω στην άμμο γλιστράνε στις πρασινίλες του νερού και
κρύβονται. Όταν σουρουπώνει, τα χέλια βγαίνουν έξω απ' τα
στάσιμα νερά, στα χορτάρια και σέρνονται σαν τα φίδια
πάνω στην άμμο για να φτάσουνε στο νερό και να
κολυμπήσουνε στην ανοιχτή θάλασσα. Πιο δίπλα, στον
καταυλισμό που στήνουνε οι ορεινοί Αρκάδες τα
καλοκαίρια, ανάβουνε μεγάλες φωτιές και τα παιδιά

ολόγυρα στημένα παίρνουνε φόρα, πηδάνε μέσα απ' τις
μεγάλες φλόγες σταυρωτά, ξεφωνίζουνε, χειροκροτάνε,
γελάνε και είναι η στιγμή της ενηλικίωσής τους. Στο μικρό
κεντράκι που είναι ένα μπαλκόνι πάνω στη θάλασσα, οι λίγοι
πελάτες ρεμβάζουνε τις τελευταίες αναλαμπές του ήλιου που
σβήνει στο Ιόνιο, τις μεγάλες φωτιές, τις παράγκες με τις
κουρελούδες και χαίρονται με τα παιδιά που σαλτάρουνε
μέσα στις φλόγες σαν δαίμονες. Σ' ένα κασετόφωνο που
χάνει στροφές ακούγονται τραγούδια ρεμπέτικα.

Κοιτάζω μια φωτογραφία. Ένας λόφος, πάνω του τρέχουνε
παιδιά που παίζουνε, πίσω τους κι όσο φτάνει η ματιά, μια
πολιτεία υπερφωτισμένη και χαμένη μέσα στο λευκό φως,
λόφοι που εξέχουνε με κοκκινόχωμα και πεύκα και
μονοπάτια μικρά, ζευγάρια αγκαλιασμένα περπατάνε, η
Ακρόπολη, το καυτό μαγικό, εξουθενωτικό, κυρίαρχο
άγγιγμα, το άρπαγμα, το μεσουράνημα του ήλιου, η φυλακή
του Σωκράτη, στο βάθος η θάλασσα, φορτηγά καράβια
στριφογυρίζουνε αργά σπρωγμένα από υπόγεια ρεύματα
γύρω από την αλυσίδα και την άγκυρα που χάνεται
καρφωμένη στη λάσπη του βυθού.

Μοναδική αίσθηση φλόγας που πυρπολεί και καίει, το
κατακόκκινο απαύγασμα του ήλιου, το χρύσισμα πάνω στα
απόνερα και στις αφρίλες των πλοίων, σημάδια από χαμένες
παραλίες και αμμούδες που διαγράφονται αχνά,
τρεμοπαίζουνε υποθετικά, το κόκκινο των βλεφάρων όταν
κλείνουμε τα μάτια βυθισμένοι σ' ένα τεράστιο καυτερό
καζάνι είναι το ΑΙΜΑ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΜΑΣ, στραμμένοι
σαν ηλιοτρόπια προς τον ήλιο, ο ήχος των νερών που

χτυπιούνται απ' την προπέλα, ο βόμβος της μηχανής του
πλοιάριου, κρωγμοί απ' τα θαλασσοπούλια, κάποιες ομιλίες,
το πλατάγισμα της σημαίας Δειλινό. Το φάσμα του
ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΗΛΙΟΥ χάνεται προτού ακουμπήσει το
περίγραμμα των λόφων και το τελειωτικό πυκνό σκοτάδι
σφίγγει τα κορμιά μας και τα πνίγει μέσα στην αφροδίσια
μέθη που πίνει ο ένας από το στόμα του άλλου, στις
μυρωδιές των νυχτολούλουδων, της γαζίας, του γιασεμιού,
του υάκινθου, του αγιοκλήματος.

Η πυρακτωμένη βάλανος, το αντεστραμμένο είδωλο του
ήλιου που ανατέλλει αντί να δύει πίσω από τα βουνά. Σβήνει
αργά, εξαφανίζεται ολότελα μόλις ακουμπάει στις
βουνοκορφές. Τα πετρελαιοφόρα πλοία, αγκυροβολημένοι
βλοσυροί όγκοι, απόμακροι, ακίνητοι. Γλάροι. Ψαρόνια.
Στιγμές κατανυκτικές.

Πέφτει το παχύρρευστο σκοτάδι, μας τυλίγει η καλοκαιρινή
κουφόβραση και ντύνει σαν ρούχο το γυμνό μας κορμί,
δίπλα μια πνοή ανέμου κουνάει τα γυναικεία εσώρουχα που
απλωμένα στεγνώνουνε, στο βάθος το φωτισμένο
περίγραμμα των λόφων κι οι πιο τελευταίες αναλαμπές από
τον ζωοδότη ήλιο, τα πριονωτά φύλλα της χουρμαδιάς
λικνίζονται μ' ένα μικρό θρόισμα κι απλώνει τα κλαδιά της
όσο φτάνουνε για να μ' αγκαλιάσει ουριά και χανούμισσες
γύρω τραγουδάνε και παίζουνε μουσική "Μέσ' στης πόλης
τ' ακρογιάλια " Οι γυναίκες σηκώνονται και κουνάνε
απαλά τα κορμιά τους στους ήχους της μουσικής. Κρουστό
κέντημα των χορδών του μπουζουκιού, το ηδονικό χάιδεμα
των αυτιών, το πλημμύρισμα των ανοιχτών πόρων του

ερεθισμένου σώματος στα ακραγγίγματα των εγχόρδων από
τα μακριά, διαφανή γυναικεία δάχτυλα, οι φιοριτούρες κι οι
γιρλάντες απ' το μπαγλαμαδάκι, το αισθησιακό μαστίγωμα
απ' το τουμπερλέκι, οι μυρωδιές από ιδρωμένα, ηλιοψημένα
κορμιά που σπαρταράνε και ριγάνε κάτω από το
τρεμουλιάρικο χλιμίντρισμα του ντεφιού, η μελωδία του
τραγουδιού, το καλοκαίρι, η νύχτα, η μέθεξη τ' αγκαλιάζουν
και τα τυλίγουν όλα, ο φοίνικας εξακολουθεί ν' απλώνει τα
πριονωτά του κλαριά για να με χαϊδέψει Τα μάτια των
γυναικών κλειστά, τα χείλη ανοιγοκλείνουνε υγραμένα, τα
πρόσωπα συνεπαρμένα, τα χέρια τεντώνονται ψηλά πάνω
απ' το κεφάλι, τα δάχτυλα ακουμπιώνται και μπλέκονται, οι
ανάσες βαραίνουν και τα ρουθούνια ανοίγουν από καυτά
κύματα αέρα, οι γοφοί ανεβαίνουν στη μια πλευρά,
στριφογυρίζουνε, τα πόδια λυγισμένα κάνουν μικρά
βηματάκια, η λεκάνη τινάζεται, τα στήθια τρέμουνε και
χοροπηδάνε, το πρόσωπο χαμηλώνει και αργά στριφογυρίζει
για να δειχτεί απ' όλες τις πλευρές, τα χείλη προφέρουν
ακατάληπτες υγρές λέξεις. Σαν παλιρροϊκό κύμα ανεβαίνει η
ένταση του χορού, τα κορμιά δοσμένα στο ρυθμό, η επιθυμία
του χορού απλώνεται σαν την άγρια φωτιά που τη φυσάει
αυγουστιάτικο μελτέμι, τα πρόσωπα μεταμορφώνονται,
κάτω από κάθε πρόσωπο εμφανίζεται ένα άλλο άγνωστο,
μορφασμοί επώδυνοι, κάτι πολύ παλιό βγαίνει σιγά σιγά, μια
αγριάδα, μια έκσταση, ξαφνικά οι χορευτές ελευθερώνονται
από κάτι αόρατο, γυμνώνονται απ' τα ρούχα τους, οι
γυναίκες ρίχνουνε τα μακριά μαλλιά τους μπροστά στο
πρόσωπο, ο ιδρώτας μουσκεύει το χώμα, τα μαλλιά τους
φλόγες που καίνε στο κεφάλι τους, δεν υπάρχει πια ο χρόνος,
ο χώρος, κανένα όριο. Σκιές και μύθοι που έχουμε μέσα μας,

ποιήματα, τραγούδια, έπη κι ιστορίες, πέτρες, φωτιές,
σεισμοί, η θάλασσα που, όταν την κοιτάς, γεννάει κάποια
βουβά πρόσωπα με μια αγωνία στην άκρη των χειλιών,
πρόσωπα αγαπημένα, πρόσωπα με χαρακτηριστικά έντονα,
οικεία, μάτια που κοιτάνε με ένταση, με τρυφεράδα, με
αγάπη, νεκροκεφαλές με αδειανές κόγχες, πρόσωπα με
χαρακτηριστικά φαγωμένα απ' το δυνατό της λήθης οξύ,
άνθρωποι που μοιραστήκαμε μαζί μέρες και νύχτες, χρόνια
κοινής ζωής που ξεχάστηκαν και έσβησαν από μέσα μου σαν
νεροφαγωμένα επιτύμβια επιγράμματα. ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΣΙΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ
Μεγάλες επίπεδες εκτάσεις που ποτίζονται με τεχνητή
βροχή, εδώ βρίσκεται η μυστηριώδης λαγκάδα του
Αχέροντα. Γύρω, σκόρπια πελασγικά ερείπια, αιχμές από
δόρατα, σαΐτες, οστά, ίχνη από κυκλώπεια τείχη,
βοσκοτόπια, μέσα από τα πηγάδια και τις στέρνες
ακούγονται μουγκρητά με αντίλαλο, πιο πέρα στα ριζά του
βουνού η σπηλιά του Φοβερού, μέσα ζωντανά τσαμπιά οι
νυχτερίδες, στις πλαγιές του μεγάλου βουνού επιβλητικές
κατολισθήσεις και ολοστρόγγυλες τρύπες από πτώσεις
μετεωριτών, στα πιο απόκρημνα σημεία τα γεράκια έχουν
φτιάξει τις φωλιές τους. Εδώ στις θαμμένες πολιτείες, οι ναοί
ήταν τα λατρευτικά σπίτια του Έρωτα, όπου οι γυναίκες
περίμεναν τους άντρες κι όταν εκείνοι έρχονταν τους
καβαλούσανε σαν φρενιασμένες μαινάδες και οι άντρες
νιώθανε ότι είχανε μόνο μπράτσα και δύναμη και καθόλου
μυαλό κι οι γυναίκες τούς κατευθύνανε με τα βογκητά τους
και τους κράταγαν με τα υγραμένα αιδοία τους αιχμάλωτους
μιας ηδονής που δεν έχει αρχή και τέλος. Οι μικρές κραυγές
του έρωτα στην αρχή που προσπαθούν να κρυφτούν, να μην

ακουστούν, η στάση της γυναίκας, όταν ξαπλωμένη
ανάσκελα περιμένει τον άντρα, το πρόσωπό της
αναψοκοκκινισμένο, πιτσιλιές, αποτυπώματα κάβλας,
παραλήρημα άγνωστων λέξεων με κλαυθμούς,
αμετάφραστοι διεγερτικοί ήχοι, λυτρωμός στο τέλος της
ερωτικής τελετής με άγριες δυνατές κραυγές που δεν
κρύβονται, σπαρακτικά ουρλιαχτά παροξυσμού και κινήσεις
επιληπτικές του κεφαλιού, σφίξιμο δοντιών, κόψιμο χειλιών,
αίματα στις άκρες του στόματος, σταγόνες στο γυμνό στήθος
του άντρα που τον καβαλάει η γυναίκα και βιδώνει το σώμα
της πάνω στο πέος του, φρενιασμένος στριφογυριστός
καλπασμός, το κορμί της τεντωμένο πάλλεται, τα χέρια της
χορεύουνε κι αγκαλιάζονται πάνω από το κεφάλι της,
κατεβαίνουνε και τρίβουνε τα στήθη της, γλιστράνε στους
γοφούς που ανασηκώνονται πάνω στον άντρα και τρίβουνε
τα χείλη του κόλπου μαζί με το πέος που γλιστράει ενώ
μπαινοβγαίνει στο λιωμένο μουνί της γυναίκας, οι μυρωδιές
μπλέκονται μέσα στους γλιστερούς ήχους κι οι ανοιχτοί
πόροι του σώματος ζητάνε μερίδιο στην ηδονή, το μυαλό
χυμένο στις αισθήσεις, στις άκρες των δαχτύλων, στα χείλη,
στη γλώσσα, στη βάλανο του πέους, στην κλειτορίδα, στις
απολήξεις των νεύρων της πατούσας, της παλάμης, στην
κόρη του ματιού που θολώνει και στις ελικοειδείς διαδρομές
του μυαλού, στα τύμπανα των αυτιών, στο αίμα που
εξακοντίζεται στις αρτηρίες και επιστρέφει απ' τις φλέβες,
αυτός τινάζεται ψηλά για να μπει μέσα στο κορμί της, εκείνη
ανεβοκατεβαίνει με δύναμη για να τον πάρει τελειωτικά
μέσα της, σφαδάζουνε στην αναπαράσταση της ένωσης,
σπαρταράνε στην ενσωμάτωση, σπαράζουνε στην
ολοκλήρωση του αρχέγονου πόθου, μέσα στην έξαρση, στην

αγωνία να συμπληρώσει ο καθένας αυτό που του λείπει, ένα
ολοκληρωμένο σύμπλεγμα, το πάθος του ανδρογύναιου
σώματος που στροφιλίζεται και σαλεύει σαν παχύρρευστη
λάβα, κυλάει, εισχωρεί σε κάθε κοιλότητα και την κατακαίει,
λιωμένος χαλκός που χύνεται στο καλούπι, οι Δροσουλίτες
σκιές, οι Λεμούριες ψυχές, τα ιδρωμένα πρόσωπα των
Ασσασίνων, οι άγνωστες δυνάμεις που σπρώχνουνε τα
Λέμινγκ στο βορρά ν' αυτοκτονήσουν ομαδικά κάποια εποχή
του χρόνου και στέλνουνε τα χέλια αφού διασχίσουνε όλες
τις θάλασσες να βρεθούνε για μια τελευταία φορά προτού
πεθάνουν στη θάλασσα των Σαργασσών και να χορέψουνε
το χορό του έρωτα, γυναικεία πρόσωπα ισάξια σε αρμονία
με το κεφάλι της Νεφερτίτης, αναψοκοκκινισμένες γυναίκες
που μετεωρίζονται πάνω σε ανδρικά κορμιά, διονυσιασμένα
πρόσωπα, σάτυροι, μαινάδες σε ακροβατικούς ελιγμούς
αγκομαχούνε για χιλιάδες χρόνια πάνω στις ερυθρόμορφες
παραστάσεις των αγγείων, σε τοιχογραφίες με φρέσκο, σε
βουλιαγμένες τριήρεις στα βάθη του Αιγαίου, σε αόρατες
πόλεις αρχαϊκές, στα μικρά πέτρινα ειδώλια με τις
ανδρογύναιες μορφές, που βρίσκονται θαμμένα κάτω από το
χώμα στις παρυφές των σημερινών πόλεων, στις ερωτικές
περιπτύξεις, στους οργασμούς που μαρτυρούνε τα
μισόκλειστα βλέφαρα των γυναικών στα σκαλισμένα ή
σχεδιασμένα συμπλέγματα, οι καμπυλωτές στάσεις των
σωμάτων τους, τοξοειδείς γυναίκες, χαριτωμένες κινήσεις
των ποδιών με μια ελαφριά κλίση προς τα μέσα, οι γοφοί
φουσκωτοί, τουρλωτοί, τα στήθια δυο τόπια που χοροπηδάνε
στον αέρα, το εφηβαίο ένα αινιγματικό σκούρο σύννεφο, οι
φαλλικές στύσεις, επισκοπικές τιάρες, βασιλικά σκήπτρα,
ανάγλυφα φτιαγμένα από επιδέξια χείλη και στόματα που

ξεφυσάνε καυτό αέρα μέσα από σπλάχνα ανυπόμονα,
πυρετικά βλέμματα, κοίλες εσοχές, σκοτεινιασμένες,
μυστηριώδεις, αλαφιασμένες οι κινήσεις, απόκρυφοι
ψίθυροι, αναστεναγμοί που υπόσχονται την πραγμάτωση
των πιο αμυδρά φωτισμένων επιθυμιών, βαλανικά μανιτάρια
εκσπερματίζουν έκπαγλα μαργαριτάρια, υγραμένα
σχεδιάσματα μυθολογικής ταρταρούγας από αλαβάστρινες
σχισμές, σαρκώδη λειριά ροδόχρωμων κοκκινισμένων
αιδοίων σε μουσκεμένες μυρωδάτες μασχάλες, σε μικρές
τρυφερές πατούσες, σε απαλές ζάρες του δέρματος που
ταράσσονται και ριγούν ηδονικά, στην ευωχία της
μεταρσίωσης, ζωής και θανάτου στους λασπότοπους,
στους σκουπιδότοπους, στους θλιβερούς αυτοκινητόδρομους
με τα πεθαμένα κουφάρια των λιωμένων ζώων,
διαμελισμένων ανθρώπων, ανθρώπων παγιδευμένων μέσα
στ' αυτοκίνητά τους που καίγονται σε μετωπικές
συγκρούσεις, τσακισμένες λαμαρίνες, συνθλιμμένα σώματα,
πετσοκομμένα, άνθρωποι που ξεψυχάνε πάνω σε πλαστικά
καθίσματα, σε μπλοκαρισμένα τιμόνια, στα πρόσωπα
γεωγραφία θανάτου στάζει το πιο προσωπικό τους κόκκινο
υγρό, κι ένας τελευταίος σπασμός στα μάτια που θολώνουν
κοιτάζοντας τη ροζ πικροδάφνη στην άκρη του δρόμου, το
έρεβος της νύχτας υποχωρεί, απαλόχρωμα σπρέι βάφουνε
γκρι κι ασημί τον ουρανό πάνω από το Καστέλλο Ρόσσο, τα
μαύρα βουνά της Καρύστου ροδίζουν, γύρω η ανυπαρξία, το
Χάος, το άπειρο, σ' ένα μοναδικό σημείο συναντιώνται το
μενεξεδί της χαραυγής με το ακαθόριστο σταχτογκρί της
απεραντοσύνης, εκεί που υλοποιείται ή εξαφανίζεται ο
ορατός κόσμος.


1. ΡΟΔΟ ΑΜΑΡΑΝΤΟ
Θα σου μιλήσω για τη γειτονιά μου. Μια συνοικία της
Αθήνας σαν τόσες άλλες και θα σου πω μερικά από τα μικρά
μυστικά της που για μας που μένουμε εδώ είναι κοινά
μυστικά. Τ' ακούς τις ταπεινές κι ασήμαντες μέρες, στα
διαμερίσματα που βρίσκονται δίπλα δίπλα κι αντίκρυ, την
ώρα που οι γυναίκες απλώνουνε τα ρούχα στις βεράντες και
τα φωνάζουν η μια στην άλλη από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, κι
αργά τα βράδια μέσα στους στενούς δρόμους στο μεθυσμένο
ψεύδισμα του τσαγκάρη της γωνίας που κάθεται και τα
κουτσοπίνει μόνος, κι είναι θρυμματισμένες λέξεις και
τσακισμένες κουβέντες που σκορπίζουνε σαν τις φυσαλίδες
που φυσάνε τα παιδάκια μέσα στο στρογγυλό σύρμα και τις
παίρνει το αεράκι και τις ταξιδεύει εδώ κι εκεί, μέχρι να
σπάσουνε, να χαθούνε στην ανυπαρξία και στο τίποτα, έτσι
ακριβώς όπως κυλάνε και τελειώνουνε οι ζωές μας, χωρίς
βαθύτερο λόγο και οι γέροι στέκουνε και παρακολουθούνε
πίσω από τις μισόκλειστες γρίλιες, χαζεμένοι από την
αρτηριοσκλήρωση και την άνοια με μια μόνιμη απορία για
τη ζωή που τελειώνει.
Κάπου στον πρώτο όροφο ένας γείτονας ακούει κάθε
μεσημέρι τις ίδιες πάντα όπερες του Βέρντι, Αΐντα και
Ριγολέτο. Στο απέναντι διαγώνια διαμέρισμα μια νέα
γυναίκα ζούσε πριν από λίγο καιρό με το μωρό της. Την
έβλεπα όταν το κοίμιζε, του άλλαζε πάνες, το έπαιρνε
αγκαλιά κι έβγαινε στο μπαλκόνι νανουρίζοντάς το. Κάποια
μέρα βγήκε με το μωρό κι έμεινε στο μπαλκόνι ακίνητη για
ώρες κι όταν κάποιοι γείτονες της φώναξαν, «έ, τι στέκεις
εκεί;» εκείνη δεν αντέδρασε μόνο κοίταζε κάτω, στα
τέσσερα πατώματα κι έσφιγγε το μωρό στην αγκαλιά της.

Μετά από ώρες πολλές κι ενώ οι γείτονες από τα άλλα
μπαλκόνια της μιλάγανε κι εκείνη δεν αποκρινότανε, κάποιοι
από το δρόμο άρχισαν να της φωνάζουνε: «Πήδα επιτέλους,
πήδα!»
Η κοπέλα έμεινε δύο εικοσιτετράωρα στην ίδια στάση,
ακίνητη, κρατώντας στην αγκαλιά της το μωρό που
στρίγγλιζε. Το διαμέρισμά της κλειδωμένο από μέσα κι όταν
η αστυνομία πήγε και χτύπησε, εκείνη δεν κουνήθηκε. Ένας
γείτονας από το διπλανό διαμέρισμα κρατώντας το δικό του
μωρό στην αγκαλιά της μιλούσε προσπαθώντας να τη
συγκινήσει, εκείνη τον αγνόησε. Όλη η γειτονιά
παρακολουθούσε την κοπέλα που έστεκε εκεί κι έσφιγγε το
μωρό πάνω της, ενώ κοίταζε κάτω το δρόμο.
Το τρίτο πρωινό πηδήσανε οι αστυνομικοί από την ταράτσα
και την πιάσανε. Από κείνη την ημέρα τα ρολά στο σπίτι
μείνανε κατεβασμένα. Την κοπέλα την πήγανε στο
ψυχιατρείο. Κάποιες γλάστρες στο μπαλκονάκι έχουνε
ξεραθεί.
Από πάνω, στην ταράτσα, μένει το ζευγάρι των
συνταξιούχων. Τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού ακούμε τη
διαπεραστική φωνή της γυναίκας που ξεφωνίζει, σκούζει ότι
θέλει άντρα:
«Είσαι γέρος, βρε, και δε σου σηκώνεται, κοίτα δω μπούτια,
κοίτα σφιχτό δέρμα, σαν κορίτσι, τα στήθια μου όρθια, βρε,
θα σκάσω, δεν αντέχω, τ' ακούς » κι η φωνή της πνίγεται,
σπάει, κομπιάζει, κλαίει
Στο διπλανό διαμέρισμα μένει ένας γέρος καπετάνιος. Έχει
έρθει κανένα χρόνο τώρα και μαζί του έφερε μια
μικροσκοπική φιλιππινέζα που θα 'ναι δε θα 'ναι δεκαέξι
χρονών. Τ' απογεύματα κάθονται μαζί στο μπαλκόνι και

πίνουνε καφέ. Εκείνος γυμνός από τη μέση και πάνω με
τατουάζ στο στήθος και στα μπράτσα, εκείνη καθισμένη
αντίκρυ του κάνει αέρα με μια βεντάλια. Δε μιλάνε, μόνο
πότε πότε εκείνος χαϊδεύει το κεφάλι της κοπέλας ή σκύβει
και χαϊδεύει το μικρό πεκινουά που ξαπλώνει στα πόδια του.
Τα βράδια αργά βγαίνουνε οι δυο τους με το σκυλάκι και
κάνουνε βόλτα.
Μια νύχτα, έχουν περάσει μήνες από τότε, το σκυλάκι
σταμάτησε σε κάτι σακούλες με σκουπίδια και γαύγιζε. Δεν
έφευγε με κανένα τρόπο από εκεί. Ο καπετάνιος έσκυψε και
κοίταξε στο σωρό με τα σκουπίδια κι ανακάλυψε σε πακέτα
καλοδιπλωμένα που τα 'χαν ξεσκίσει οι γάτες, κομμάτια από
το πτώμα μιας γυναίκας, πετσοκομμμένο, ακρωτηριασμένο,
πεταμένο μέσ' στις σακούλες.
Δυο μέρες αργότερα συλλάβανε τον άντρα της. Την είχε
σκοτώσει και την κομμάτιασε μ' ένα πριόνι στην μπανιέρα.
Τα κομμάτια τα πέταξε στα σκουπίδια σίγουρος ότι δε θα τα
βρούνε.
Στον πρώτο όροφο, έμενε ο ποιητής με τη μάνα του. Μια
σταφιδιασμένη ξανθιά που καθότανε στην κουζίνα και
έπαιζε μόνη της τάβλι. Έλεγε ότι παίζει την τελευταία
παρτίδα με το Χάρο. Πέρσι, με τη μεγάλη ζέστη, ο ποιητής
γύρισε μεσημεράκι και τη βρήκε πεσμένη στα πλακάκια. Το
τάβλι αναποδογυρισμένο στο πάτωμα.
Απέναντι, στο δεύτερο, πάνω από την ΚΟΚΚΙΝΗ
ΚΑΡΑΜΕΛΑ, μένει η Κυρία με τα Μαύρα Καπέλα. Στο
σαλόνι της, πάνω στο σερβάν, έχει μια γυάλα με φορμόλη.
Μέσα αναδεύονται το κομμένο πέος με τ' αρχίδια του
εραστή της που του τα 'κοψε εκείνη επειδή την παράτησε,
καθώς λένε, αφού της έφαγε τα λεφτά, για να παντρευτεί

μιαν άλλη.
Ο γάτος ανασκελώνεται στο πάτωμα και χασμουριέται, το
καλοριφέρ μπροστά μου γουργουρίζει, έξω το μιισόφωτο
σαν παχιά σάλτσα τα τυλίγει όλα, σπίτια κι ανθρώπους,
γεννάει φωτισμένα παράθυρα με σιωπηλές ανθρώπινες σκιές
που ανασκαλεύουν στους καταψύκτες για να ετοιμάσουνε το
βραδινό φαγητό. Άνθρωποι που στέλνουνε το πάθος τους,
την ύπαρξή τους ολόκληρη να κατρακυλήσει μέσα στο
σιφόνι του νεροχύτη μόλις ανοίγουνε τη βρύση με το
ζεματιστό νερό για να ξεπαγώσουνε τον αρακά με τα
καρότα.
Και κει, κάτω στο δρόμο, το βλοσυρό σκοτάδι που πέφτει
από τις ταράτσες και τα κεραμίδια των σπιτιών,
μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε φωτεινές σκιές, σε
φαντάσματα ηλεκτρικά που κολυμπάνε στις λουρίδες
ψυχρών φθοριούχων φώτων που τσιτσιρίζουνε
αναβοσβήνοντας μπροστά σ' επιγραφές, μπαρ και ντίσκο.
Μέσα στους στενούς ασφυκτικούς δρόμους, σειρές
παρκαρισμένα αυτοκίνητα, σειρές πολυκατοικίες με
βρωμισμένες προσόψεις, σκουριασμένες σκάλες υπηρεσίας,
τηγανίλα από ταβέρνες, αποφορά σαπίλας απ' τους
υπονόμους, σκουπίδια και ουρίνη. Πράσινες και μπλε
χαρακιές από το παγερό φως στα ιδρωμένα μούτρα μιας
παρέας νέων που ανεβαίνουν τα σκαλιά του υπόγειου. Έξω,
στο δρόμο, λίγες σταγόνες βροχής ραντίζουνε τα τζάμια στ'
αυτοκίνητα, πάνω στις λείες λαμαρίνες κυλάνε και
διαλύονται τα πράσινα μπλε φώτα. Η ροζ επιγραφή
αναβοσβήνει: ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΑΡΑΜΕΛΑ. ΚΑΡΑΜΕΛΑ
ΚΟΚΚΙΝΗ. Η άσφαλτος γυαλίζει σαν πολύχρωμο χαλί. Μια
μηχανή ρολάρει αργά δίπλα στο πεζοδρόμιο της Δημοτικής

Αγοράς και σταματάει μπροστά σε μια γιγάντια διαφήμιση
όπου περιμένουν καμιά δεκαριά νεαροί με φόρμες και κράνη
καβάλα στις μηχανές.
«Πού ήσασταν ρε μαλάκες και σας έψαχνα.»
«Γάμησέ τα, ξεκάναμε μια κασόνα μπίρες. Καλοί οι μάγκες,
ο ήχος όμως μάπα. Φωνάξαμε, δώστα όλα ρε μαλάκα, τίποτα
αυτός. Του λέμε, θα μπούμε μέσα να σε γαμήσουμε, αυτός
τίποτα, κάναμε ντου, τον πλακώσαμε, μας την πέσανε οι
μπάτσοι, πλακωθήκαμε και μ' αυτούς, γάμησέ τα. Εσείς τι
κάνατε;»
«Να, η Μαργαρίτα μάς έφερε ένα ψοφίμι. Αυτήν που χάραξε
τα χέρια της προλίγου. Την πήρε ο Ψηλός και πάει να την
τρέξει λίγο.»
«Την είδα, γαμησερή τι έγινε; Την πήρατε όλοι μαζί;»
«Ούου, και να δεις πώς έκανε η μαλάκω της κατέβασα
λίγο το τζην και τον έβγαλα έξω Να σ' είχα εκεί της
τράβηξα το χέρι απ' το μουνί, το 'σφιγγε με λύσσα, της
έχωσα μια με το γόνατο στην κοιλιά και μια με τον αγκώνα
στη μάπα, την πήρανε τα πετιμέζια »
«Έτσι είναι όλες τους μωρέ, οι καργιόλες, μέχρι να τον φάνε,
όλο «μη και μη». Και μετά σου φωνάζουνε, βάλε και τ'
αρχίίίδια μέσα!»
Μουσική δυνατή, τσιγαρίλα, κλεισούρα βγαίνει από το
υπόγειο μαγαζί καθώς η πόρτα ανοίγει. Η παρέα των νεαρών
βγαίνει στο δρόμο. Ο Κατσαρομάλλης είναι χτυπημένος στο
πρόσωπο, από τη μύτη του τρέχουνε αίματα που βάφονται
πράσινα, μπλε, κίτρινα απ' τα φώτα και στάζουνε κόκκινο
πάνω στο άσπρο φανελάκι. Τον βοηθάει ένας κοντός από την
παρέα του να κρατήσει το κεφάλι του πίσω για να
σταματήσει το αίμα.

Ο Κοντός που κρατάει τον Κατσαρομάλλη κοιτάζει την
παρέα με τις μηχανές μπροστά στην Αγορά και τους ρωτάει
επιθετικά:
«Έχετε αρχίδια ρε μαλάκες; Δέκα μαζί τα βάλατε μ' ένα
παιδί!»
Ένας γεροδεμένος ξεχωρίζει και αργά, μάγκικα, προκλητικά
πάει προς το μέρος της παρέας με τον χτυπημένο
κατσαρομάλλη.
«Εγώ ρε καργιόληδες τον πλάκωσα το μαλάκα το δικό σας,
είμαι παλαιστής κι άμα λάχει θα σας γαμήσω κι εσάς.»
Απ' την παρέα με τον χτυπημένο ένας κοκαλιάρη ς βγαίνει
μπροστά από τον παλαιστή και κορδώνεται.
«Θα μας κλάσεις τ' αρχίδια.»
Την ώρα που μίλαγε αυτός οι δέκα μπροστά στη
γιγαντοαφίσα γίνανε δεκαπέντε, εικοσιπέντε. Πρόσωπα με
γωνίες, μάτια συνοφρυωμένα, κορμιά γυμνασμένα, κινήσεις
κοφτές, νευρικά φέρνουνε το τσιγάρο στο στόμα, φτύνουνε
μηχανικά, τα δάχτυλα παίζουνε ντραμς πάνω στα τζην. Στα
χέρια αλυσίδες, σιδερολοστοί, χοντρά ξύλα και καπάκια από
τους σκουπιδοντενεκέδες. Ο Σπόρος κρατάει μια σκούπα,
την κουνάει προς το μέρος της παρέας και τους λέει:
«Μπάσταρδοι, φύγετε γιατί θα σας λιανίσουμε » Ένας
ξανθός που στριφογυρνάει πάνω από το κεφάλι του μια
χοντρή αλυσίδα λέει στους άλλους:
«Τι κάθεστε ρε μαλάκες, ελάτε να τους φτιάξουμε »
Όρμησαν με αλαλαγμούς πάνω τους. Δυο τρεις καβαλάνε
στις μηχανές και μαρσάρουνε γύρω τους. «Πουσταράδες
το Χριστό σας »
Χτυπούσαν όπου εύρισκαν. Καρεκλοπόδαρα, αλυσίδες,
λοστοί.

«Θα σας γαμήσουμε ρέέε »
«Θα πεθάνετε καριόληδες »
Σκοτάδι που αυλακώνεται από τα φθοριούχα φώτα της
ντίσκο που αναβοσβήνουν. Κραυγές πόνου, στριγγλιές,
βλαστήμιες. Ο θόρυβος της αλυσίδας πάνω στα κορμιά.
Μπουκάλια που σπάνε με εκκωφαντικό θόρυβο πάνω στους
τοίχους. Η παρέα του Κατσαρομάλλη προσπαθεί ν'
ανταποδώσει, μα έτσι που είναι λίγοι, είναι άνισο, επιχειρούν
να ξεφύγουν, όμως τους έχουνε κυκλώσει από παντού. Ο
Κοντός τραβάει από την κάλτσα ένα σουγιά και πάει να
χτυπήσει τον Παλαιστή, εκείνος τον βλέπει, προλαβαίνει και
τον βαράει μ' όλη του τη δύναμη στα μούτρα. Ο Κοκαλιάρης
αρπάζει ένα λοστό και κοπανάει στην πλάτη τον Παλαιστή.
Ο Κοντός βρίσκει την ευκαιρία για να φύγει. Πίσω του
τρέχουνε οι φίλοι του και όλοι μαζί στρίβουνε στη γωνιά του
δρόμου. Ποδοβολητά απ’ τα τρεξίματα. Τους ακολουθούν τα
δύο αδέρφια με τους λοστούς, ο γκόμενος της Μαργαρίτας
κρατώντας το πέταλο της μηχανής στο χέρι, ο Παλαιστή ς, ο
Ξανθός με την αλυσίδα, ο Σπόρος με τη σκούπα κι ο
Ποντικός με το καδρόνι. Η παρέα των κυνηγημένων
στρίβοντας χωρίζει σε δυο ομάδες. Η μια ομάδα έφυγε
αριστερά στο στενό, τους κυνήγησαν πέντε έξι αλλά
γρήγορα τους έχασαν.
Στην άλλη ομάδα ήταν τέσσερις και φύγανε στα δεξιά του
δρόμου. Ο Ψηλός φτάνει εκείνη τη στιγμή με τη μηχανή και
τους κλείνει το δρόμο διαφυγής. Πίσω του έρχονται καμιά
δεκαριά ακόμη. Ο Ξανθός προλαβαίνει τον Κοκαλιάρη και
τον χτυπάει με την αλυσίδα στο κεφάλι, εκείνος πέφτει
κάτω. Από τους κυνηγημένους, ο Κατσαρομάλλης σταματάει
και γυρνάει να βοηθήσει το φίλο του που έπεσε. Γύρω τους,

κάνουνε κύκλο οι διώκτες τους και τους χτυπάνε.
Μπροστά στην Αγορά τρέχει η Μαργαρίτα φωνάζοντας:
«ΠΙΣΩ ΣΤΗ ΣΤΡΟΦΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΑΚΕΛΕΙΟ!» Πιο πέρα ο
Κοντός πέφτει κάτω από τα χτυπήματα του Παλαιστή που
τον έφτασε. Πεσμένο κάτω συνεχίζει να τον κλωτσάει, ο
Κοντός καταφέρνει να σηκωθεί και τρέχει στους φίλους του.
Τον προλαβαίνουν τα αδέρφια και τον χτυπάνε με το
καδρόνι και με το λοστό στα χέρια, στην πλάτη. Βάζει τα
χέρια και προστατεύει το κεφάλι του. Δίπλα από τον
Κοκαλιάρη που είναι πεσμένος κάτω επτά οκτώ άτομα
βαράνε τον Κατσαρομάλλη και ουρλιάζουνε. Ο Ψηλός τον
χτυπάει με το πέταλο της μηχανής στο κεφάλι. Με το πρώτο
χτύπημα πέφτει πάνω σ' ένα παρκαρισμένο αμάξι, με το
δεύτερο γλιστράει, δεν μπορεί να κρατηθεί στο λείο καπό
και με το τρίτο πέφτει κάτω στην άσφαλτο.
463 βήματα από την ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΑΡΑΜΕΛΑ. Όλη η
γειτονιά έχει βγει και παρακολουθεί από τα μπαλκόνια. Οι
στιγμές κι οι εικόνες φωτίζονται ελάχιστα απ' τα γαλαζωπά
δημόσια φώτα.
Ο Παλαιστής κλωτσάει τον πεσμένο Κατσαρομάλλη. Ο
Ψηλός ξανάρχεται, τον χτυπάει με το πέταλο στη μούρη και
τον φτύνει: «Άντε ψόφα ρε μουνί!»
Από το ανοιχτό στόμα του ο Κατσαρομάλλης ξερνάει το
αίμα κόμπους κόμπους κι ένα ρόγχο σαν ροχαλητό. Ο
Κοντός ξεφεύγει από τ' αδέρφια που τον χτυπάνε, τρέχει
κοντά του, σπρώχνει αυτούς που τον βαράνε με τις αλυσίδες,
τα ξύλα, τις μπουνιές και τις κλωτσιές, πέφτει πάνω του,
βάζει τα χέρια του να τον προστατέψει ενώ ουρλιάζει:
«Σταματήστε, φτάνει πια.»
Από πίσω του, από πάνω του, από παντού, τον χτυπάνε τα

αδέρφια, ο Ποντικός, ο Ψηλός, ο Παλαιστής, ο Ξανθός, ο
Σπόρος. Ματώνει στα χέρια, στο κεφάλι, στην πλάτη. Ο
Ψηλός φωνάζει:
«Γαμημένοι, να μην ξαναπατήσετε το ποδάρι σας στη
γειτονιά!»
Η αδερφή του η Μαργαρίτα έχει τρέξει κοντά και τον
τραβάει.
Ο Σπόρος, τελευταίος, πλησιάζει και πετάει τη σκούπα του
πάνω στον χτυπημένο που πνίγεται απ' το αίμα. Ο Κοντός με
τον Κοκαλιάρη προσπαθούνε να σηκώσουνε τον
Κατσαρομάλλη αλλά δεν μπορούνε. Γύρω εξακολουθούν να
τους χτυπάνε κι εκείνοι φωνάζουνε:
«Ένα αυτοκίνητο να τον πάμε στο νοσοκομείο.»
Ο Κατσαρομάλλης πεσμένος στην άσφαλτο τινάζει το πόδι
του, το χέρι του σφίγγεται γύρω από κάτι αόρατο. Μακριά
ακούγεται σειρήνα περιπολικού.
Η ώρα δύο και δέκα μετά τα μεσάνυχτα.
Οι διώκτες φεύγουνε τρέχοντας προς όλες τις μεριές και
εξαφανίζονται. Τα δυο παιδιά γονατισμένα δίπλα στο φίλο
τους. Ο δρόμος έρημος. Καπάκια σκουπιδοντενεκέδων
κατρακυλάνε και κάνουνε σαματά, γύρω πεταμένα ξύλα,
λοστοί, καρεκλοπόδαρα. Από τη Δημοτική Αγορά ξεχωρίζει
ο θόρυβος των ψυγείων του κρέατος, η σειρήνα του
περιπολικού πλησιάζει.
Οι δύο πλάι στον σκοτωμένο φωνάζουνε: «Κυνηγήστε
τους »
«Πιάστε τους δολοφόνους.»
Το περιπολικό φρενάρει μπροστά τους. Οι αστυνόμοι τους
λένε:
«Για να κυνηγήσουμε όλους αυτούς πρέπει να είμαστε

τουλάχιστον είκοσι.»
Το κεφάλι του Κατσαρομάλλη, ένα τριαντάφυλλο κόκκινο
από τις πληγές και τα αίματα, η μύτη τσακισμένη, οι φλέβες
ανοιχτές, τα χέρια, τα πόδια μελανιασμένα από τα
χτυπήματα, το αίμα του τρέχει στην άσφαλτο.

Ξημερώνει σ' αυτή τη μεριά ίδια κι απαράλλαχτα όπως
παντού. Οι πολύ πρωινοί θόρυβοι, σκιές ανθρώπων πίσω από
φωτισμένα παράθυρα, πόρτες που ανοιγοκλείνουνε,
βραστήρες του καφέ, καζανάκια που αδειάζουνε με θόρυβο
στις τουαλέτες, ρολά που ανεβαίνουνε, στ' ανατολικά το
φωτεινό μπλε της νύχτας φυλακισμένο στο πρώτο ρόδισμα
της αυγής διαλύεται, ο πρώτος σκουπιδιάρης σπρώχνει
βαριεστημένα το καρότσι του, στις άκρες των πεζοδρομίων η
σκούπα του σαρώνει καραμελόχαρτα, σκατά σκύλων,
βρωμισμένα νερά που κυλάνε ανακατεμένα με αίματα,
ξεσκισμένες πλαστικές σακούλες, στα πεζοδρόμια
πληγιασμένοι γάτοι γλείφονται κι ανήσυχοι τεντώνουνε τ'
αυτιά στο γνώριμο ανακάτεμα των σκουπιδιών που κάνει
καθώς πλησιάζει το απορριμματοφόρο. Ολόγυρα στο μικρό
δρόμο πεταμένα τα πρόχειρα όπλα από τη συμπλοκή της
νύχτας, καπάκια από σκουπιδοντενεκέδες, καρεκλοπόδαρα,
αλυσίδες, σπασμένα μπουκάλια. Η μεγάλη κηλίδα αίμα στη
μέση του δρόμου κυλάει στην άκρη του ρείθρου, κυλάει και
χάνεται μέσα στα βρωμόνερα που τα σαρώνει η σκούπα,
ένας σταχτής γάτος βγάζει ένα βαθύ νιαούρισμα και
καμπουριάζει πάνω σε μια σκισμένη πλαστική σακούλα με
χυμένα ολόγυρα τα σκουπίδια και απειλεί ένα μαύρο σακάτη
γάτο που με το πόδι του τραβάει να κλέψει ένα ψαροκόκαλο.
Από πέρα ακούγεται σειρήνα ασθενοφόρου που μακραίνει

και χάνεται. Ο ουρανός ξανοίγει, μια καμπύλη γραμμή από
ήχο κλαρίνου που βγαίνει από ένα ανοιχτό παράθυρο
ανεβαίνει πάνω από τις πολυκατοικίες, τις ταράτσες, τα
πλυσταριά, τους πρώτους καπνούς των φούρνων, πάνω απ'
τις γλάστρες με τους κισσούς και τις μπουγάδες που
στεγνώνουνε, μπλέκεται στο διοξείδιο και την αιθάλη,
στροφιλίζεται για λίγο στο πρώτο μπέρδεμα μιας πνοής αέρα
και ταξιδεύει πάνω από το ξημέρωμα της πόλης. Τα ψαρόνια
που κουρνιάζουνε στα φυλλώματα των μεγάλων ευκαλύπτων
στη Φωκίωνος Νέγρη αρχίζουνε τις τσιρίδες και τα
πεταρίσματα τινάζοντας τα μακριά φύλλα, ένας αδέσποτος
σκύλος κατεβαίνει την οδό Ζακύνθου βλέπει τα αίματα στην
άσφαλτο, σταματάει, τα μυρίζει, τα γλείφει, τεντώνει τ' αυτιά
του, κοιτάζει γύρω και φεύγει βιαστικός προς την οδό
Σύρου.

3. ΟΙ ΤΡΟΠΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ


Όταν ανασκαλεύω το μυαλό μου ξεπηδάνε κυρίαρχοι
κάποιοι πετρότοποι, μέρη γεμάτα βράχια απόκρημνα,
χαρακωμένα, τιναγμένα στον αέρα, τοπία γεμάτα
θρυψαλιασμένες πέτρες και φρύγανα, μαύρες κοτρώνες που
ίσως τις έχει βρέξει ο ουρανός, πέτρες με μια θηλυκιά χάρη
σαν τορνεμένα βυζιά, σαν τουρλωτοί κώλοι που λάμπουνε
στ' απομεσήμερα και λαμπαδιάζουνε στα πορφυρά
ματοκυλίσματα, σ' εκείνες τις στιγμές προτού ο ήλιος
σβήσει, στις πιο τελευταίες του αναλαμπές που
στραφταλίζουνε πάνω στις γκριζοπράσινες θάλασσες.
Σ' εκείνα τα μέρη το ένα βουνό σμίγει μέσα στ' άλλο και στα

χωρίσματα που φτιάχνονται ανάμεσα στους σιωπηλούς,
ανάγλυφους όγκους υπάρχουνε μικρές γούρνες με
σταματημένα πρασινωπά νερά, πέτρες νεροφαγωμένες,
λυγαριές, καλάμια και βατράχια που φουσκώνουνε και
κρώζουνε χαιρετίζοντας την αλλαγή της μέρας σε νύχτα ή το
σβήσιμο της νύχτας στο πρώτο φως. Στον αέρα παχιές
λιγδερές μυρωδιές από σαπισμένα φύλλα, τιτιβίσματα,
ζουζουνίσματα, πεταλούδες, βάτα, πικροδάφνες άσπρες, ροζ,
οσμές από βοϊδιές και καβαλίνες, μαύρες χάντρες οι
βιρβιλιές από τ' αόρατα αγριοκάτσικα, γυναικείες φωνές που
τα καλούνε και τις ταξιδεύει ο αέρας μια μακριά και μια
κοντά «ούουουραπάαα ούου, έεεεραπάαα έε», σπάρτα, βρύα,
αγριολούλουδα ροζ, μωβ, κίτρινα, σουσουράδες, σπίνοι,
τερετίσματα απ' τα τζιτζίκια, ψηλά φτερουγίζουνε θαμπές
σκιές τα όρνια και οι κουρούνες, κάποιο γεράκι χτυπάει
αγριεμένο τα φτερά του και ζυγιάζεται πάνω από ένα
περιστεριώνα.
Η εικόνα ενός θαλασσόβραχου που όταν τον φέρνω στο
μυαλό μου, κινείται, μυρίζει, ηχεί και δονείται κι ο ήλιος
πανταχού παρών ζεματάει και τσουρουφλίζει τα μάτια.
Ένα νησί στο Αιγαίο

Στον πλακόστρωτο δρόμο του χωριού, άνθρωποι πεσμένοι
στα τέσσερα με αυλάκια ιδρώτα στα πρόσωπα βασανίζονται,
μπουσουλάνε, βογκάνε, προχωράνε με αργές κοπιαστικές
κινήσεις, κρατώντας κίτρινες λαμπάδες, ανηφορίζουνε
ταμένοι στη μεγάλη λευκή εκκλησία. Στο μαρμάρινο
σιντριβάνι ένας μεγαλόσωμος άσπρος πελεκάνος με
ψαλιδισμένα φτερά πλατσουρίζει στα νερά και κοιτάζει
περίεργα το πλήθος

Το ζευγάρι των Ιταλών περπάτησε με δυσκολία στο έρημο
πέταλο της παραλίας. Ο ήλιος αυτή την ώρα κοιτάζει
κατακόρυφα κι οι σκιές των ανθρώπων μπερδεύονται στα
πόδια τους. Περάσανε δίπλα από τη μικρή λίμνη κι οι
νεροχελώνες ανήσυχες βουλιάξανε στο καφεκίτρινο νερό, τα
μούσκλα κι οι πρασινίλες αναδεύτηκαν απ' τα τυφλά
νερόφιδα που συρθήκανε για να κρυφτούνε. Πιο πέρα ένα
αγόρι μοναχικό δουλεύει τη βρεγμένη άμμο και της δίνει τη
μορφή ενός μεγάλου ανάγλυφου καρχαρία. Στη ράχη έχει
καρφώσει ένα ξεραμένο πτερύγιο και τώρα γονατιστός
στερεώνει στο τεράστιο στόμα δόντια αληθινού καρχαρία.
Το ζευγάρι των Ιταλών σταμάτησε για να περιεργαστεί το
γλυπτό.
«C' e un pescecane, bellissimo».
Το αγόρι σήκωσε το κεφάλι. Ο Ιταλός τον ρώτησε
δείχνοντας μια το ψάρι και μια το πέλαγος, αν υπάρχουνε
καρχαρίες στην περιοχή.
Το αγόρι έκανε «όχι» με το κεφάλι, και πιο πολύ για τον ίδιο
είπε:
«Είναι το πιο θαυμαστό, το πιο δυνατό απ' όλα τα ζώα.
Κάθε μέρα έρχομαι εδώ και φτιάχνω έναν τίγρη του πελάγου
να κοιτάει πάντα στ' ανοιχτά »
Η κοπέλα έδειξε στο σύντροφό της μια πορφύρα που είχε
μαζέψει απ' την άμμο. Δε δείχνανε πια να τον ακούνε, του
είπανε «τσάο» και συνεχίσανε το δρόμο τους. Η κοπέλα
έβγαλε τα παπούτσια της και περπατούσε στα άβαθα,
χτυπούσε το νερό με τα πόδια και ξεφώνιζε. Μετά από λίγο
φτάσανε στο τέλος της αμμουδιάς εκεί που υψώνονται τα
βράχια. Κι αρχίσανε να στήνουνε τη σκηνή τους κάτω από
τις ισχνές σκιές που έφτιαχναν τα λιγοστά αρμυρίκια

Ναι, υπάρχουνε στη μνήμη μου κάποιοι τόποι που είναι
κυρίαρχοι κι εκεί τα πρόσωπα των ανθρώπων σκιάζονται,
ξεθωριάζουν, μόλις που αχνοφαίνονται στο εκτυφλωτικό
φως του ήλιου, τις νύχτες πάλι μεταλλάζουνε σε σκοτεινά
περιγράμματα που κινούνται και αναδεύονται μυστηριακά
μέσα στο σεληνόφως
Το ζευγάρι των Ιταλών είχε στήσει τη σκηνή του λίγα μόλις
μέτρα από τη θάλασσα. Δυο νέοι άνθρωποι που βούταγαν
στο νερό, αγκαλιάζονταν και φιλιόντουσαν, κυνηγιόντουσαν
πέρα δώθε στην έρημη αμμουδιά, βρεχόντουσαν και
ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Μόλις σουρούπωσε ανάψανε μια
φωτιά και καθισμένοι κοιτάζανε τις τελευταίες ακτίνες του
ήλιου που χάνονταν πίσω από την ξέρα που έφραζε σχεδόν
τον όρμο. Ο φάρος άναψε, μια τελευταία βάρκα ξεπρόβαλε
πίσω από το νησάκι. Πήγαινε αργά σαν να ρέμβαζε ο
βαρκάρης την ώρα και το χώρο. Ο θόρυβος της μηχανής
γέμισε τον κόλπο. Όλα γύρω φαίνονταν να κυλάνε μ' έναν
απίστευτα αργό ρυθμό. Σχεδόν σταματημένα κι αιώνια.
Απ' τα γύρω βουνά μια στεριανή αύρα κατέβηκε μέχρι κάτω
στο γιαλό κι άρχισε τα παιχνίδια πάνω στην άμμο. Η κοπέλα
έβγαλε από το σακίδιο το πουλόβερ της και το φόρεσε. Το
αεράκι έσπρωχνε την άμμο στην παραλία και το σχήμα του
σκυλόψαρου που 'χε φτιάξει το αγόρι άρχισε να σβήνει. Η
επιφάνεια της θάλασσας ρίγησε. Εκεί μπροστά στο βυθό, σε
λίγους πόντους νερό, δυο μικρά ψαράκια με μεγάλες
φτερούγες στριφογύρναγαν πάνω στην κυματιστή άμμο και
την ανακατεύανε. Από πάνω ήταν μπλε ασημιά κι από κάτω
ασημοκόκκινα. Το σκοτάδι αγκάλιασε τον τόπο. Στον
ουρανό βουτήξανε τ' αστέρια, οι ουρές των κομητών, άσπρες
πινελιές σε γαλακτερό φόντο, σκορπίζονται και σβήνουνε.

Δίπλα στις μαυροπράσινες σιλουέτες των κυπαρισσιών τα
πριονωτά φύλλα των φοινίκων έχουνε στήσει χορό με το
φύσημα της αύρας. Μονότονο κρώξιμο από νυχτοπούλι
κρυμμένο στο στρογγυλό άνοιγμα πάνω από την πόρτα της
εκκλησίας. Μπροστά το νεκροταφείο με τις μαρμάρινες
άσπρες ταφόπλακες. Χορός από φλόγες κεριών που
μεγαλώνουνε και μικραίνουνε πίσω από τα χρωματιστά
τζάμια της εκκλησίας. Θρόισμα του αέρα που γλιστράει
ανάμεσα στα καλάμια, μακρινό γαύγισμα σκύλου, ψηλά το
φεγγάρι μια μικρή χαραμάδα φως στο μπλάβο ουρανό.
Πάνω στο λευκό μάρμαρο σκαλισμένο τ' όνομα του νεκρού,
από κάτω σκαλισμένο από μάστορα ένα καΐκι που
χοροπηδάει σε κατσαρά κύματα, ψάρια και μια γοργόνα. Στο
διπλανό μνήμα κάτω από τ' όνομα σκαλισμένη μια βούρτσα,
ένα ψαλίδι, μια χτένα.
Μια γυναίκα του χωριού ξαπλωμένη, ανασκελωμένη πάνω σ'
έναν τάφο. Το φουστάνι της μαζεμένο ψηλά στη μέση της,
τα πόδια της ανοιχτά, τα σκέλια της γυμνωμένα, όλος ο
τόπος χαμένος στο υπόγειο μπλε ασημί φως του ονείρου. Το
κορμί της σαλεύει, τα χέρια της παλεύουνε με τον εαυτό της,
χαϊδεύει μανιασμένα και γρατζουνάει τη σάρκα της,
βογκητά, ανάσες βαριές και λυγμοί βγαίνουν από το λαρύγγι
της, όλο της το σώμα χορεύει πάνω στο λευκό μάρμαρο σ'
ένα ερωτικό κάλεσμα, κάποιο αεροπλάνο βουίζει ψηλά στον
ουρανό, απ' το στόμα της βγαίνει ένας ψίθυρος, ριγάει
ολόκληρη στο φύσημα της δροσιάς, η αύρα μπλέκεται στα
μαλλιά της.
Κάτω στην αμμουδιά το αεράκι σβήνει και τα τελευταία ίχνη
του καρχαρία. Το πτερύγιο γέρνει και πέφτει στο πλάι.
Μπροστά στη σκηνή των Ιταλών η φωτιά κοντεύει να

σβήσει. Η κοπέλα, σκοτεινή σιλουέτα στα βράχια,
παρακολουθεί το φίλο της που ψαρεύει υποβρύχια, μια
φωτεινή δέσμη μέσ' στο νερό που κατευθύνεται προς την
ξέρα.
Στους έρημους δρόμους του χωριού ο Μαροκινός Αλή
παραπατάει ζαλισμένος απ' το κρασί. Σταματάει στο
μαρμάρινο σιντριβάνι και ρίχνει με τις χούφτες νερό στο
πρόσωπό του. Βλέπει τον πελεκάνο που στέκεται δίπλα στο
αγιόκλημα και του λέει ερωτόλογα. Τον πιάνει από το μακρύ
λαιμό και τον σφίγγει, με το άλλο χέρι κατεβάζει το
φερμουάρ του παντελονιού του και τον γαμάει. Το πουλί
χτυπάει τα ψαλιδισμένα φτερά του για να ελευθερωθεί, ο
Αλή σφίγγει το λαρύγγι και σπρώχνει, σπρώχνει. Κάποια
στιγμή το πουλί τινάζεται και μένει ξέπνοο. Ο Αλή
σφυρίζοντας φτιάχνει το παντελόνι του, ρίχνει νερό στα
μαλλιά του για να τα στρώσει και προχωράει με ζαλισμένα
βήματα στην ανηφόρα
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου βρήκανε το ζωγράφο με τη
βάρκα του στη μέση του κόλπου. Το πατ-πατ της μηχανής
γεμίζει το χώρο. Παρακολουθεί για λίγο την κοπέλα που
στέκει ακίνητη πάνω στο μαύρο βράχο κοιτάζοντας τις
ξέρες. Στο βάθος της παραλίας μια κουκίδα, το αγόρι που
φτιάχνει τα σκυλόψαρα. Γελάει και δυναμώνει τις στροφές
στη μηχανή ενώ στρίβει το τιμόνι.
Όταν έφτασε πίσω από τις ξέρες κι έπαψε πια να βλέπει το
χωριό και τον κόλπο, έσβησε τη μηχανή. Μανουβράρισε
μέχρι το σκόπελο που κούρνιαζαν οι γλάροι κι εκεί φούνταρε
την άγκυρα. Γδύθηκε, φόρεσε την μπουκάλα του οξυγόνου
και καταδύθηκε. Στα δώδεκα μέτρα έχει ποντισμένα τα
εργαλεία του. Ένα μολυβένιο καβαλέτο, τελάρο, χρώματα

ακριλικά, σπάτουλες και πινέλα. Σ' αυτή τη μεριά της
θάλασσας δίνες και ρεύματα ρευστοποιούνε την εικόνα. Το
φως που διαθλάται αγγίζει το βυθό σαν χέρι μαγικό και τον
κάνει απόκοσμο. Οι λειχήνες στους βράχους, τ' ανθόζωα που
κινούν τις λεπτές και μακριές απολήξεις τους, οι θαλασσινές
ανεμώνες, κάποια μέδουσα που αιωρείται, η απόλυτη σιωπή,
η άμμος που σηκώνεται μόλις την ακουμπήσει, η πίεση του
νερού που νιώθει στις πλάτες του, τα ψαράκια που μόλις τον
βλέπουνε σκορπίζονται φοβισμένα, τα παγωμένα μάτια του
νεκρού άντρα που 'ναι σφηνωμένος στους βράχους, το
μισάνοιχτο στόμα του σαν να θέλει κάτι να πει, τα μαλλιά
του που κουνιώνται ξέπλεκα πάνω απ' το κεφάλι του, στα
πόδια του μπερδεμένο το ψαροντούφεκο. Τα μικρά ψαράκια
ξαναγυρνάνε τώρα για να συνεχίσουνε να τσιμπολογάνε τις
άκρες των δαχτύλων, το πέος, την ανοιγμένη σαν λουλούδι
κοιλιά του, τα έντερα που μπλέκονται κι απλώνονται
ολόγυρα, μια σμέρνα τυλίγεται μέσα τους, όλα αυτά του
είναι οικεία κι αλλόκοτα μαζί.
Είναι ο πίνακάς του.
4. Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΗ ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΦΙΛΙΩΣ

Σαλονίκη. Η νύχτα κυλάει από την πάνω πόλη στην παραλία
και φτάνει στα φορτηγά πλοία που είναι δεμένα αρόδου και
τα τυλίγει στη μαυρίλα. Και τα δεκάδες λαμπιόνια που
ανάβουνε, τα δημόσια νέον φώτα, οι πολύχρωμες
διαφημίσεις αποτυπωμένες στους βρεγμένους δρόμους, οι
μελαγχολικοί θόρυβοι λάστιχου που γλιστράει στη
μουσκεμένη άσφαλτο, το τείχος του λιμανιού, το τελωνείο, η
Καμάρα, η Εγνατία οδός, οι μουσικές από τα μπαράκια, οι
αίλουροι.

Ο Μαξ με περιμένει στη σκάλα, φτιάχνει καφέ ενώ μιλάει
στο τηλέφωνο και κανονίζει να πάμε το ίδιο βράδυ σε δυο
αδερφές -τη Μάνια και την Ξένια- στην Αλεξάνδρεια, να
γαμηθούμε. Μια μικρή δίπλα του στο πάτωμα,
κουλουριασμένη από το κρύο σαν κεραμιδόγατα, ρίχνει
πασιέντζες. Ο Μαξ τρέχει στο μέσα δωμάτιο, στον καφέ που
χύνεται, η μικρή μου εξηγεί ότι με τα λεφτά που θα πάρουνε
από το σύνθετο που παίξανε, από καλή πληροφορία,
φεύγουνε οι δυο τους αύριο πρωί για Βιέννη, Παρίσι,
Λονδίνο, Ρώμη, Βερολίνο. Έχουνε σπίτια παντού.
Στον Εύοσμο, το πρωί, τρία αιλουροειδή πέσανε σε μπλόκο
και τους πήρανε. Πήγαν στο βενζινάδικο με κλεμμένη
μηχανή, πετάξανε τις κομμένες καραμπίνες στη μούρη του
βενζινά και το γυάλινο δωμάτιο γέμισε καρακόλια που τα 'χε
στείλει ο χαφιές της καφετέριας που το σχεδιάζανε. Τα
αιλουροειδή δεν έχουν μυαλό, έχουν μόνο κίνηση.
Φαστφουντάδικο στην Προξένου Κορομηλά. Ένα σάντουιτς
στα πεταχτά και μπιρίτσες. Ροκαμπίλι και νοσταλγία των '50,
φλιπεράκι στη γωνία με λαμπιόνια πολύχρωμα
περιστροφικά, μιλάει μαγνητοφωνημένα, επαναλαμβάνει
απόκοσμα μηνύματα εχθρικού διαστημόπλοιου, δυο
δεκαεξάρες με καταρράχτες μαλλιών του γαργαλάνε τα
κουμπιά του, μαύρα πέτσινα κορμάκια, υποχθόνιοι ήχοι από
το μηχάνημα, η ξανθιά γκαρσόνα μας γεμίζει ξανά τα
ποτήρια. Οι πιτσιρίκες γελάνε, η γκαρσόνα γελάει, το φλίπερ
γελάει, η Σαλονίκη γελάει.
Στην πάνω Πόλη το κρύο είναι εκπληκτικό. Περπατάμε
δίπλα στις πορτάρες. Μέσα σ' ένα παλιό σπιτάκι ένας
αίλουρος βυθίζει το μαχαίρι στην κοιλιά του ενώ κοιτάζει
την κοπέλα του στα μάτια και περιμένει κάτι ν' ακούσει,

εκείνη ξετρελαμένη ορμάει πάνω του κι εκείνος τραβάει με
όλη του τη δύναμη το μαχαίρι σαν μοχλό προς τα δεξιά και
κόβει όλα τα εντόσθιά του.
Στου Καφετζίδη το μαγαζί τα τζάμια που βλέπουνε από
ψηλά τη Θεσσαλονίκη και το Θερμαϊκό έχουν παγώσει. Οι
άχνες φτιάξανε ένα χλωμό σύννεφο, το τζάκι καίγεται, τα
πρόσωπα φλογίζονται, οι λαχανοσαρμάδες, η ρετσίνα, το
λιωμένο τυρί, οι φίλες από το θέατρο, εγώ κι ο Μαξ
γινόμαστε ένα και τραγουδάμε για τη νύχτα μάγισσα εκεί
έξω κι ερωτιάρα εδώ μέσα. Με πονάνε τα δόντια από το
κρύο, νιώθω να πρήζομαι.
Βρήκαμε το Δον Μπούφη στο μαγαζί του, Σουλτάνος
καθισμένος σε τέσσερα σκαμπό. Γύρω του κοκκινομάλλες,
μαυρομάλλες, κοπέλες με λαμπερά δόντια, ερεθισμένες από
τ' αλκοόλια και τη νύχτα που ρουφήξανε στο ίδιο ποτήρι. Ο
Δον Μπούφη πνιγότανε από τη βαρεμάρα της επανάληψης,
κάτι είπε για να έρθει μαζί. Εγώ κοίταζα τη φίλη που
κατάπινε τα Ντραξέν δυο-δυο με βότκα.
Βγήκαμε στην παγωνιά του δρόμου και ο Μαξ ούρλιαξε:
«ΟΛΟΥΡΜΟ».
Κάποια πανκιά που κρατάγανε λοστούς και κατεβάζανε τη
βιτρίνα του Ηχοδρόμιου φοβηθήκανε και το βάλανε στα
πόδια. Η Προξένου Κορομηλά ξεδιπλωνότανε σαν φίδης.
Την ίδια στιγμή προσγειωνότανε στη Μίκρα το Μπόινγκ από
το Πακιστάν και σε λίγα λεπτά, οι μπάτσοι θ' ανακάλυπταν
στα πιο κρυφά σημεία των δυο αιλουροοειδών συνολικά 250
γραμμάρια ηρωίνη.
Ανεβήκαμε στο μπαλκονάκι ν' ακούσουμε τη Φιλιώ. Η νύχτα
τράβαγε για το τέλος της κι η φωνή της Φιλιώς με
μελαγχόλησε. Έσφιξα πάνω μου τη μοναξιά μου και βγήκα

στο δρόμο. Ξημέρωνε. Στην Αλεξάνδρεια ξεχαστήκαμε και
δεν πήγαμε. Δε βαριέσαι, αυτή την γκρίζα ώρα, ο αίλουρος
στο Ντεπό στραγγαλίζει τη μάνα του και αύριο στις
εφημερίδες θα πει: «Δεν μπορούσα άλλο να τη σέρνω μέσα
μου».
Έκανα νόημα σ' ένα ταξί που περνούσε και χάιδεψα το
απόστημα με τη γλώσσα


×