Tải bản đầy đủ (.pdf) (35 trang)

ki o thanatos den tha 'khei exousia - ntulan tomas

Bạn đang xem bản rút gọn của tài liệu. Xem và tải ngay bản đầy đủ của tài liệu tại đây (11 MB, 35 trang )

NTl"

TO~IAΣ
/
.
ΝΤΥΛΑΝ
ΤΟΜΑΣ
ΚΙ
Ο
ΘΑΝΑΤΟΣ
ΔΕΝ
ΘΑ
,.
ΧΕΙ
ΕΞΟΥΣΙΑ
Eπιλoyή~Mετάφραση:
Γιώργος
Μπλάνας
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
ΤΥΠΟΣ
ΠΕΡΙ
ΕΧΟΜΕΝΑ
.ΣIfΜΕIΩΜΑ
ΤΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
• • ••
7
"I~A
Π()ΙΙ-ΙΜΑΤΑ
• •
"



4Ιι

"
.,

9

()ταν
'Κάποτε
τα
λ"",όφmτα
κλείθ
ρα

11
Μια
πορεία
στον
καιρό
της
καρδιάς

.

13
"ι)ιν
χrt.ιπήσαι
"


"

14
ιι
ορμή
που
μέσα
ωιό
τον
ανθηρό
δία"λο
πορεύει
το
λουλούδι
.16
()
ήρωάς
μου
γυμνώνει
τα
νεύρα
'['Ου
•••
17
I·:ιreί
πσυ
κάποτε
τα
ύδατα
τou

προσώπου
σου
• •
18
(~ιδι.Kώς
όταν
ο
άνεμος
του
Οκτώβρη

Ι
9
Λ"τό
ς
ο
άρτος
που
'Κόβω
•.•
20
ι.'
δ
.
Υ
• •
ξη
21
r,
ιυ

σ
αυτη
τηΎ
αν<»ι

iIι




,.
• •

• • • " "



• •

ΥΧήρξε
καιρό;

"
11

"

22
Αυτιά
στους

πυργίσ-κouς
α-κούν

23

Εχω
ποθήσει
να
ξεφύγω
• •
24
Κι
σ
θάνατο;
δεν
θα
"χει
εξουσία

25
()
ιαιμπούρης
στο
πάρ'Κο
•• ••
26
·
l:R
μιαν
επέτειο

γάμου
• •
28
Με
μαστοριά
ή
τέχνη
αδέξια.
. . . . . . . . . . . . . • . . . . . .

29
Ανάμεσα
σ"
αυτούς
που
έπεσαν
στην
aυγινή
επιδρομή
ήτ.αν
1Cι
iνας
ε1Cατό
χρονών

~
. . . .

. . . . . . . . .


.

30
Μείνε
α1άνητοι;
γαλήνιος
χοι.μ
ήσO'U
.• • •
3
Ι
Α
βρδς
μην
πας
στη
νύχτα
την
χαλ
ή.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
32
Γασπάρ
Μελχιόρ
Βαλτάσαρ
• •
'
.•
33.
n

Α
ΤΟΝ
ΝΤΥ
ΛΑΝ
ΤΟΜΑΣ
ΚΑΙ
Το
EPrO
ΤΟΥ
.••
37
ι.:ρΥΟΙΙΙΟΥραφία.
. <8

"

39
ΙΙιμλι.ΟΥραφία
.•
~,

40
t:λ.ληνιχή
Βιβλιογραφία
••.•• •
41
ΣΗΜΕΙΩΜΑ
ΤΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Η

μεταφορά
των
δημιουργημάτων
ενός
τέτοιου
ανθρώπου
σε
γλώσσα
διαφορεuκή
από
αυτήν
που
χρησιμοποίησε
'Και
αγάπησε
όσο
1Cανείς
γεννά
πολλαπλά
προβλήματα.
Και
πρώτα-πρώτα
το
πρόβλημα
της
ίδιας
της
μετάφρασης.
9Υ_
σ

ρα
δημιουργεί
αποφασιστικά
το
ζήτημα
της
τοποθέτησης
της
οιητικής
του
μεθόδσυ
σ
9
ένα
πλαίσιο
ι'Κανό
να
προσανατολήσει
()
μ
ταφραστή
μέσα
στη
θύελα
των
μσντερνιστι'Κών
τεχνοτροπιφν.
Παραπέρα,
αγγίζει
ζητήματα

όπως
αυτά
της
μορφής,
του
περιε
χομ
.
νου,
του
θέματος,
του
γλωσσι'Κού
υλι'Κού
'Κ.λ.π.
Το
σπουδαιότερο
όμως
είναι
πως
αυτός
που
καταπιάνεται
με
μια
τέτοια
δουλειά
σε
'Καμιά
περίπτωση

δεν
έχει
την
πολυ1iλεια
να
αναζητεί
απόψεις
γύρω
στην
ποίηση
'Και
τη
μετάφρασή
της.
Πρέπει
να
στέκεται
στιβαρά
δίπλα
στο
έργο
'Και
να
το
ελέγχει.
Οι
'Κίνδυνοι
πο
μπορεί
να

προκύψουν
είναι
σχετικοί
όχι
με
την
παραμόρφωση
<ΥιΙ
πρωτοτύπου,
αλλά
με
το
βιασμό
της
γλώσσας
στην
οποία
μετα
φράf;εται.
ς
προς
τη
μεταφραστική
δραστηριότητα
'Καθεαυτή:
Τα
ποιήματα
του
Ντύλαν
Τόμας

μπορούν
πολύ
εύκολα
να
παγιδεύ
.,ουν
το
μεταφραστή.
Βρίσκεσαι
ξαφνικά
μπροστά
σε
μια
οργανική
ι
{)ιπλοκή
λέξεων
που
σε
πρώτη
ανάγνωση
παρουσιάζουν
ένα
χαρα
'ιρα
ελευθεριακό.
Παρόλες
l1ς
πολλαπλές
νοηματοδοτήσεις

των

φράσεων,
θα
'λεγε
κανείς
πως
τα
ποιήματά
του
είναι
απλά,
δίχως
,»ι
ορι
.
ς
διακυμάνσεις,
εξάλλου
η
χρήση
των
λέξεων
είναι
ακριβής,
(1,
αδοσιακή,
λογι-κευμένη.
Μπορείς
εύκολα

να
φmσεις
στο
συμπέ
Ι)Ι
μα
πως
έχεις
να
'Κάνεις
μ.
ένα
ακριβές
γνωστι'Κό
αν
llKEψενο,
νό
να
μεταφερθεί
σε
άλλη
γλωσσι'Κή
περιοχή
με
βάση
τη
μέθοδο
~
ν
1Cφρασuκών

ανuστοιχιών.
Π
ραγματοποιεί;
το
εγχείρημα
'Και
βρωκ
σαι
μπροστά
σε
μια
ποίηση
ξένη
προς
τον
ποιητή.
Η
αδυναμία
λοιπόν
της
μ~θόδoυ
της ε'Κφρασllκής
αντιστοιχίας
αφήνει
το
μετα
φραστή
αβοήθητο.
Στο
σημείο

αυτό
γεννάται
το
ζήτημα
της
τοποθέτησης
του
ποιη
τή
σ'
ένα
πλαίσιο
KαλλιτεχνΙ:ΙCώ'ν
προθέσεων
και
μέσων.
Στην
περίπτωσή
μας
η
μετάφραση
έγινε
με
βάση
το
ακδλ
()
πλαίσιο:
Τα
ποιήματα

του
Τόμας
πολύ
απέχουν
από
το
να
είναι
απο
·
λι
I't •
αυτόματης
γραφής.
·Οσα
ε'Κθέτσνται
από
τον
ποιητή
είναι

Η'
"4
οργανωμένα.
Ο
Τόμας
δούλευε
όχι
συνειρμικά
μα

στ
νά
λο'Υ"
« ,
Ι
πρώτη
του
ύλη
ήταν
τα
πλέγματα
των
παρασmσεών
του
όχι
όπ.ω~
θα
μπορούσαν
να
φανούν
στο
πρίσμα
μια;
ασύνειδη;
έκρηξη;,
αλλά
όπω;
μπορούν
να
αναπτυχθούν

στο
φω;
μια~
νοη11κή;
διαδικασία;.
Η
μετάφρασή
μα;
ακολουθεί
πάντα
αυτό
το
πλαίσιο
κοι
κατά
'Κάποιον
τρόπο
αποτελεί
ερμηνευτική
εκδοχή
του
έργου
του
μεγά
λου
Ουαλού.
Με
.
Ρικά
από

τα
παρα'Κάτω
ποιήματα
πρωτοδημοσιεύθη
'ΚαV
στο
τέταρτο
τεύχο;
του
Περιοδικού
ΤΡΑΜ
και.
το
"θράσo~"
τη;
έκδοσή;
τoυ~
χρωστά
τα
πάντα
στη
συνδρομή
των υπευθύνων
τόσο
του
περιοδικού,
όσο
και
του
υπεύθυνου

των
εκδόσεων
Ελεύθε
ρο;

Τύπο;.
Γιώργο;
Mπλάvα;
Mάιo~
1987
-
Ioύλω~
1988
Τα
ποιήματα
ετούτα,
μ.
όλες
τις
χοντροκοπιές,
τις
ανσησίες
και
τις
συγχύσεις
ταυς,
1ανήθηκαν
απ·
την
αγάπη

μου
για
τον
Θεό
και
τον
·Ανθρω
ΠΟ,
1Cι
αν
δεν
είναι
έτσι,
ας
μην
είμαι
παρά
ένας
τρισ1CαroραΤOς
βλάκας.
Ν
τύλαν
Τό
μας
ΟΤΑΝ
ΚΑΠΟΤΕ
ΤΑ
ΛΥΚΟΦΩΤΑ
ΚΛΕΙΘΡΑ
Όταν

κάποτε
τα
λυκόφωτα
κλείθρα
Δεν
σφάλισαν
πια
στο
μακρύ
Του
δακτύλου
μου σκουλήκι
Μήτε
τη
θάλασσα
που
ορμούσε
Γύρω
στο
γρόνθο
μου
καταραστήκαν,
Του
χρόνου
το
στόμα
ρούφηξε,
σαν
το
σφουγγάρι,

Από
την
κάθε
στρόφιγκα
οξύ
γαλακτερό
Και
στράγγιξε
τα
ύδατα
του
στήθους
.
.
Οταν
στράγγιξε
η
γαλακτική
Θάλασσα
και
ξεσφαλίσαν
οι
άνυδροι
πυθμένες,
Απέστειλα
την
πλάση
μου
κατάσκοπο
στη

σφαίρα,
Κείνη
τη
σφαίρα:
κόκκαλο
μονάχη
'
και
μαλί
Που
ταιριασμένη
μου
από
νεύρο
και
μυαλό
Είχε
τανύσει
το
υλικό
φλασκί
μου
στο
πλευρό
της.
Οι
Θρυαλίδες
μου
ορισμένες
ν·

απαιτήσουν
την
καρδιά
της,
Εκείνη
έπνευσε
στο
φως
σαν
σκόνη
Και
πέρασε
ένα
Σάββατο
με
τον
ήλιο,
·Οταν
όμως
τ·
αστέρια,
σχήμα
απαιτώντας,
.
Εφεραν
μπρος
στα
μάτια
της
τ·

άχυρα
του
ύπνου
Βύθισε
τις
μαγείες
του
πατέρα
της
ο"
ένα
όνειρο.
Θωρακισμένη
η
έξοδος
του
τάφου,
Ο
κοκκινομάλης
καρκίνος
ακόμη
ζωντανός,
Των
ματιών
που
φωτογράφησαν
τα
ρούχα
τους"
Κάποιοι

νεκροί
ξεπάτωσαν
τα
θαμνερά
σαγώνια
τους,
Κι
αίμα
σακούλια
αμμόλυσαν
τα
έντομά
τους"
Ε
κείνη
έχει
στην
καρδιά
την
Σταυρική
Αίρεση
του
Θάνάτου.
Ο
ύπνος
περιπλέει
τις
παλίρροιες
του
χρόνου"

Το
ξερό
φύκι
του
τάφου
Προσφέρει
το
κεφάλι
του
σε
τέτοια
θάλασσα
δουλευταρού
Κι
ο
ύπνος
γυρίζει
βουβός
τα
κρεβάτια
1 1
·
Οπου
τροφή
ψαριών
ταίστηκαν
οι
σκιές
Που
εποπτεύουν

τον
ουρανό
μεσ· απ·
άνθη.
·Οταν
κάποτε
οι
λυκόφωτες
βίδες
γυρίζαν
Και
το
γάλα
της
μάνας
ήταν
σαν
άμμος
σκληρό,
':
Εστειλα
το
δικό
μου πρεσβευτή
στο
φως·
Από
τέχνασμα
ή
τύχη

απεκοιμήθη
Κι
έλαβε
ψοφιμιού
μορφή
Να
μου
στερήσει
τα
υγρά
μου
στην
καρδιά
του.
Ξύπνα
υπνωτή
μου,
με
τον
ήλιο,
Εργάτης
σε
πόλη
αυγινή
Κι
άσε
τις
εγκώμιες
παπαρούνες
όπου

αν
κείνται·
Πέσαν
οι
φράχτες
του
φωτός
Σκορπίσαν
όλοι
εκτός
από
του
στήθους
τους
ιππείς
Και
λέξεις
κρέμονται
στα
δέντρα.
12
ΜΙΑ
ΠΟΡΕΙΑ
ΣΤΟΝ
ΚΑΙΡΟ
ΤΗΣ
ΚΑΡΔΙΑΣ
Μια
πορεία
στον

καιρό
της
καρδιάς
Την
υγρασία
σε
ξηρασία
μεταλλάσει·
η
χρυσή
βολή
Λυσσομανά
στον
παγωμένο
τάφο.
Μια
πορεία
στην
εποχή
των
φλεβών
Τη
νύχτα
σε
μέρα
μεταλλάσει·
αίμα
στους
ήλιους
τους

Φωτίζει
το
ζωντανό
σκουλή
κι.
Μια
πορεία
στο
μάτι
προειδοποιεί
Τα
κόκκαλα
της
τύφλωσης
κι
η
μήτρα
Οδηγεί
στο
θάνατο
καθώς
η
γη
διαρρέει
.
.
Ενα
σκοτάδι
στον
καιρό

του
ματιού
Είναι
το
μισό
του
φως·
η
βυθομετρη
μένη
θάλασσα
Σκάζει
σε
λεία
γη.
.
Ο
σπόρος
που
πλάθει
ένα
δάσος
νεφρών
Καρφώνει
το
μ
ισό
καρπό
του· και
μ

ισό
στάζει
Αργά
σ"
έναν
άνεμο
υπνωμένο.
"
Ενας
καιρός
σε
κό
κκαλα
και
σάρκα
Είναι
υγρασία
και
ξηρασία·
ο
ζωντανός
κι
ο
νεκρός
Κινούνται
σαν
δυο
φαντάσματα
μπροστά
στο

μάτι.
Μια
πορεία
στον
καιρό
του
κόσμου
Το
στοιχειό
σε
στοιχειό
μεταλλάσει·
κάθε μητέρας
παιδί
Κάθεται
στη
διπλή
σκιά
του.
Μια
πορεία
συνεπαίρνει
το
φεγγάρι
προς
τον
ήλιο,
Κατεβάζει
τις
κου

ρελιασμένες
κουρτίνες
του
δέρματος
Κι
η
καρδιά
εγκαταλείπει
τους
νεκρούς
της.
ι
13
.
ΠΡΙΝ
χΤΥΠΗΣΩ
Πριν
χτυπήσω
κι
ανοίξει
η
σάρκα,
Με
χέρια
ρευστά
στη
μήτρα
πιασμένος,
Εγώ
που

ήμουν
ασχημάτιστος
σαν
το
νερό
Που
σχημάτισε
τον
lορδάνη
πλάι
στο
σπίτι
μου
Υπήρξα
αδελφός
της
θυγατέρας
της
Μνεθά
Κι
αδελφή
του
υιo~ετημένoυ
σκουληκιού.
Εγώ
που
ήμουν
αδιάφορος
σ·


Ανοιξη
και
Καλοκαίρι,
Που
δεν
ήξερα
τον
ήλιο
και
τη
σελήνη
με
τ·
όνομά
τους,
·
Ενοιωσα
βαρύς
πίσω
απ·
την
πανοπλία
της
σάρκας
μου,
Ενώ
ήμουν
ακόμη
μια
λιωμένη

μορφή,
Τα
μολύβδινα
αστέρια,
το
βροχερό
σφυρί
Στριφογυρισμένο
απ·
τον
πατέρα
μου
στο
θόλο
του.

Ηξερα
το
μήνυμα
του
Χειμώνα,
Το
φερμένο
χαλάζι,
το
παιδικό
χιόνι
Κι
ο
άνεμος

ήταν
μνηστήρας
της
αδελφής
μου·
·
Ανεμος
μέσα
μ
ου
ορθωμένος,
η
χθόνια
δροσιά·
Οι
φλέβες
μου
ξεχύθηκαν
με
τους
αγέριδες
της
ανατολής·
Ανεπίτευκτος
ήξερα
τη
νύχτα
και
τη
μέρα.

·
Ετσι
ανεπίτευκτος
ακόμη
και
υπέφερα"
Ο
τροχός
των
ονείρων
τα
κρινένια
κόκκαλά
μου
"Εστριψε
σ"
ένα
ζωντανό
μηδενικό.
Και
σάρκα
ψαλιδίστηκε
να
διασχίσει
τις
γραμμές
Κρεμάλες
στο
συκώτι
Και

βάτα
τα
κουλουριασμένα
συλλογικά.
Το
λαρύγγι
μου
ήξερε
τη
δίψα
πριν
τη
δομή
Του
δέρματος
και
των
φλεβών
γύρω
στην
πηγή
Που
λέξεις
και
νερό
κάνουν
ένα
μίγμα
Ασφαλές
ώσπου

το
αίμα
να
τρέξει
γεμάτο"
Η
καρδιά
μού
ήξερε
την
αγάπη,
η
κοιλιά
μου
την
πείνα"
Μύρισα
το
σκουλή
κι
στην
κένωσή
μου.
Και
ο
χρόνος
έχυσε
τη
θνητή
μου

πλάση
Να
συμπαρασυρθώ
ή
να
πνιγώ
στις
θάλασσες
14
Φιλιωμένος
πια
με
την
αρμυρή
περιπέτεια
Φοuσκονεριών
που
δεν
άγγιξαν
ποτέ
τις
ακτές.
Εγώ
που
ήμουν
πλούσιος
φτιάχτηκα ο
πλουσιότερος
Ρουφώντας
το

κρασί
των
ημερών
.
.
Εγώ
γεννημένος
από
σάρκα
και
φάσμα
δεν
ήμουν
Μήτε
φάσμα,
μήτε
άνθρωπος,
μα
φάντασμα
θνητό.
Και
τσακίστηκα
απ·
τη
φτερούγα
του
θανάτου
.
.
Ημοuν

θνητός
ως
τη
στερνή
Μεγάλη
ανάσα
που
έφερε
στον
πατέρα
μου
Το
μήνυμα
του
ψυχοραγούντος
Χριστού
του.
Εσύ
που
γονατίζεις
σε
στα
υ
ρό
και
βωμό,
Θυμ
ήσου
με
και

σπλαχνίσου
τον,
Αυτόν
που
έκανε
τη
σάρκα
και
τα
κόκκαλά
μου
πανοπλία
Και
διπλοσταύρωσε
της
μάνας
μου
τη
μήτρα.
15
Η
ΟΡΜΗ
ΠΟΥ
ΜΕΣΑ
ΑΠΟ
ΤΟΝ
ΑΝΘΗΡΟ
ΔΙΑΥΛΟ
ΠΟΡΕΥΕΙ
ΤΟ

ΛΟΥΛΟΥΔΙ
Η
ορμή που
μέσα
από
τον
ανθηρό
δίαυλο
πορευει
το
λουλουδι
Και
τ·
ανθηρά
μου
χρόνια
πορευει"
-
αφανίζει
των
δέντρων
τις
ρίζες
Είναι
ο
χαλαστής
μου.
Και
φωνή
δεν

έχω
να
πω
στο
τσακισμένο
ρόδο
Πως
απ·
τον
ίδιο
τσάκισε
η
νιότη
μου
χειμέριο
πυρετό.
Η
ορμή
που
πορευει
το
νερό
μεσ"
απ"
τους
βράχους
Και το
κόκκινό
μου
αίμα

πορευει"
ξεραίνει
τις
βουνοπηγές,
Κερώνει
και
το
δικό
μου.
-
Και
δεν
έχω
φωνή
να
κραυγάσω,
ως
με
τις
φλέβες
μου
Πως
τη
βουνοπηγή
το
ίδιο
στόμα
τη
βυζαίνει.
Το

χέρι
που
αναδευει
στη
λιμνούλα
το
νερό,
Ταράζει
και
τη
σύρτη"
κατευθύνει
το
φυσημα
του
ανέμου,
Τη
σαβανοφόρα
μου
πλεύση
οδηγεί.
Και
δεν
έχω
φωνή
για
να
πω
στον
κρεμασμένο

Πως
απ·
τη
γη
μου
πλάθεται
ο
πηλός
του
κρεμαστή.
Τα
χείλη
του
χρόνου
κολλούν
σαν
βδέλες
στην
πηγή"
Η
αγάπη
στάζει
και
μαζεύει,
μα
το
χυμένο
αίμα
Θα
γαληνέψει

τις
πληγές
της.
Και
φωνή
δεν
-
έχω
να
πω
σ"
ΈVQV
άνεμο
πρόσκαιρο
Πώς
ο
χρόνος
με
ουρανό
τύλιξε
τ"
αστέρια.
Και
φωνή
δεν
έχω
να
πω
στον
τάφο

του
εραστή
Πώς
στο
σεντόνι
μ
ου
πορεύεται
το
ίδιο
κουλουριασμένο
OKoυλιiKΙ.
16
Ο
ΗΡΩΑΣ
ΜΟΥ
ΓΥΜΝΩΝΕΙ
ΤΑ
ΝΕΥΡΑ
ΤΟΥ
Ο
ήρωάς
μου
γυμνώνει
τα
νεύρα
του
Π
ου
κυβερνούν

από
καρπό
σε
ώμο
=
εσκεπάζει
το
κεφάλι
που
σαν
κοιμ
ισμένο
σ
·
τοιχειό
Στ
ηρίζει
το
θνητό
μου
κυβερνήτη
Τ
ην
περήφανη
ράχη
που
ξεπετιέται
·Ολο
στροφές
και

συστροφές.
Κ
ι
αυτά
τα
δύστυχα
νεύρα
κουβάρι
ν·
ανεβαίνουν
στο
κρανίο
Π
όνος
στο
ερωτοστέρητο
χαρτί
Π
αραδίδω
στην
αγάπη
με
τις
άναρχες
καλικατζούρες
μου
Π
ου
αρθρώνουν
όλη

την
πείνα
του
έρωτα
Κ
αι
μ
ιλούν
για
την
αρρώστια
του
κενού
στη
σελίδα.
Η
ήρωάς
μου
γυμνώνει
τ
ο
πλευρό
μου
και
βλέπει
την
καρδιά
του
Ν
α

πατά
γυμνή
σαν
Αφροδίτη
.
Τ
ης
σάρκας
την
ακτή
και
να
πνέει
την
αιματόχρωμη
πτυχή
της
Μ
ανδύας
τη
νεφρική
μου
υπόσχεση
Υπόσχεται
μια
θέρμη
μυστική.
Κρατά
το
νήμα

του νευρικού
κιβωτίου
του
Ε
παινώντας
την
πλάνη
τη
θνητή
Γ
έννησης
και
θανάτου
απάτες
αναίσχυντων
κλεφτών
Και τον
άνακτα
της
πείνας
Τραβά
την
αλυσίδα
κινείται
η
δεξαμενή.
17
ΕΚΕΙ
ΠΟΥ
ΚΑΠΟΤΕ

ΤΑ
ΥΔΑΤΑ
ΤΟΥ
ΠΡΟΣΩΠΟΥ
ΣΟΥ
Ε
κεί
που
κάποτε
τα
ύδατα
του
προσώπου
σου
Στις
έλικές
μου
ελίσσονταν,
το
άνυδρό σου
πνεύμα
πνέει,
Γλαρώνει
το
μάτι
του
ο
νεκρός"
Εκεί
που

κάποτε
την
κόμη
τους
οι
τρίτωνες
Μεσ"
απ"
τους
πάγους
σου
σφεντόνιζαν,
"
Ανεμος
άνυδρος
οδεύει
Μεσ"
απ"
αλάτι
και
ρίζα
κι
αυγό
ψαριού.
Εκεί
που
κάποτε
οι
πράσινές
σου

αρθρώσεις
Τις
αρμογές
των
βύθιζαν
στο
πλέγμα
της
φουσκονεριάς,
Ο
πράαινος
πορεύεται
διαλύτης"
Ψαλίδι
λιπασμένο,
μαχαίρι
έτοιμο
στο
πλάι,
Να
κόψει
σύρριζα κανάλια
και
υγρούς
καρπούς
να
κόψει.
Αόρατες
οι
ρυθμικές

φουσκονεριές
σου
Σ"
ερωτικές
ξεσπάζουν
κλίνες"
=εραίνεται
το
φύκι
της
αγάπης.
Γύρω
τριγύρω
στα
λιθάρια
σου
σκιές
Παιδιών
πορεύονται
που
μεσ"
απ"
τα
κενά
τους
Στη
δελφινάρια
θάλασσα
προσπέφτουν.
Στεγνά σαν

τάφοι
τα
βαμμένα
βλέφαρά
σου,
"Οσο
η
σοφή
μαγεία
γλυστρά
σε
γη
και
ουράνια,
Δεν
θα
κλείσουν"
Κοράλια
η
κλίνη
σου
γεμάτη
θα
.
ναι,
Ερπετά
οι
φουσκονεριές
σου,
"Ωσπου

οι
θαλάσσιες
πίστεις
μας
να
σβήσουν.
18
ΕΙΔΙΚΩΣ
ΟΤΑΝ
Ο
ΑΝΕΜΟΣ
ΤΟΥ
ΟΚΤΩΒΡΗ
Ειδικώς
όταν
ό
άνεμος
του
Οκτώβρη
Με
δάχτυλα
ξεπαγιασμένα
μου
μαστίζει
τα
μαλλιά
Μαγκωμένος
σ"
ήλιο
καρκινικό

διάπυρος
βαδίζω
Κι
αναπτύσω
ίσκιο
κάβουρα
στη
γη
Στην
παραλία
ακούγοντας
τη
χαύρα
των
πουλιών
Ακούγοντας
τον
κόκορα
να
βήχει
σε
χειμέριους
πασάλους
Η
ανάστατη
καρδιά
μου
που
τρέμει
μιλώντας

Χύνει
το
συλλαβικό
αίμα
και
ξεζουμίζει
τις
λέξεις
της.
Κλεισμένος
το
ίδιο σ"
έναν
πύργο
λεκτικό
σημαδεύω
Στον
ορίζοντα
που
φεύγει
με
τα
δέντρα
Τις
φραστικές
σιλουέτες
γυναικών
και
τις
στήλες

Αστρόφραστων
παιδιών
στο
πάρκο.
Κάποιοι
με
βάζουν
να
σε
φτιάξω
από
φωνήεντες
οξυές
Κάποιοι
από
τις
δρύινες
φωνές
από
τις
ρίζες
Από
αγκαθότοπους
να
σε
υπομνήσω
Κι
άλλοι
με
βάζουν

να
σε
φτιάξω
από
τους
λόγους
του
νερού.
Πίσω
απ"
ένα
βάζο
με
φτελιές
το
εκκρεμές
Μου
λέει
τη
λέξη
της
ώρας
το
νευρικό
νόημα
Πετιέται
στο
στόχο
απαγγέλω
το

πρωινό
Και
λέει
στο
ρολόι
τον
καιρό
Κάποιοι
με
βάζουν
να
σε
φτιάξω
απ-
τα
σημεία
των
χωραφιών
Το
σημαίνον
χορτάρι
που
μου
λέει
ό,τι
ξέρω
Βυθίζεται
στα
μάτια
με

το
σκωληκόβρυτο
χειμώνα
Κι
άλλοι
με
βάζουν
να
σου
-
πω
τις
αμαρτίες
του
κοράκου.
Ειδικώς
όταν
ο
άνεμος
του
Οκτώβρη
(Κάποιοι
με
βάζουν
να σε
φτιάξω
από
τα
μάγια
του

φθινοπώρου
Γλώσσα
αράχνης
και
το
βουερό
λόφο
της
Ουαλίας)
Με
ραπίσματα
γογγυλιών
μαστίζει
τη
γη
Κάποιοι
με
βάζουν
να
σε
φτιάξω
με
λέξεις
άκαρδες
Στεγνή
η
καρδιά
έτσι
που
συλλαβίζοντας

στη
φυγή
Του
χημικού
αίματος
σημάδεψε
την
ερχόμενη
καταιγίδα
Στην
παραλία
ακούω
σκοτεινά
φωνήεντα
πουλιά.
19
Α ΥΤΟΣ
Ο
ΑΡΤΟΣ
ΠΟΥ
ΚΟΒΩ
Αυτός
ο
άρτος
που
κόβω
ήταν
κάποτε
το
στάρι,

Αυτός
ο
οίνος
σε
φυτό
ξενικό
Βουτηγμένος
στον
καρπό
του·
Είτε
άνθρωπος
τη
μέρα
ή
αγέρας
της
νυκτός
Ποδοπάτησαν
τα
στάχυα
'
και
τσακίσαν
του
καρπού
την
ηδονή.
~.
αυτόν

τον
οίνο
κάποτε
το
αίμα
του
καλοκαιριού
Στη
σάρκα
ξεχυνότανε
που
έντυνε
τ·
αμπέλι,
Σ·
αυτόν
τον
άρτο
κάποτε
Το
στάρι
φχαριστιόταν
τον
αγέρα·
Τον
ήλιο
άνθρωπος
τσάκισε
και
τον

αγέρα
έχει
μπατάρει.
Η
σάρκα
αυτή
που
κόβεις,
το
αίμα
αυτό
που
χύνεις,
Σπέρνουν
στη
φλέβα
την
ερμιά,
·
Ησαν
κάποτε
καρπός
και
στάρι
Βλαστάρια
ρίζας
και
χυμού
σαρκίου
ζωντανού.

Τον
οίνο
μου
πίνεις,
τον
άρτο
μου
δαγκώνεις.
20
ΕΔΩ
Σ·
ΑΥΤΗ
ΤΗΝ
ΑΝΟΙ=Η
Εδώ
σ·
αυτή
την

Ανοιξη
αστέρια
επιπλέουν
στο
κενό·
Εδώ
σ·
αυτόν
το
διακοσμητικό
Χειμώνα

Η
αυγή
χα'ίδεύει
τους
γυμνούς
ανέμους·
Το
Καλοκαίρι
αυτό
κηδεύει
εν·
Ανοιξιάτικο
πουλί.
Σύμβολα
έχουν
διαλεχτεί
απ·
των
ετών
Το
κυκλογύρισμα
τεσσάρων
εποχιακών
ακτών,
Σε
Φθινοπωρινά
μαθήματα
τριών
εποχιακών
πυρών

Και
τεσσάρων
τόνων
πουλιών.
Θα
μπορούσα
να
πω
το
Καλοκαίρι
από
τα
δέντρα,
τα
σκουλήκια
Να
πω
τελικά
αν
είναι
οι
άνεμοι
του
Χειμώνα
.
Η
η
κηδεία
του
ήλιου·

Θα
μπορούσα
να
διαβάσω
την·
Ανοιξη
στη
φωνή
του
κούκου
Κι
ο
Σάλιακας
θα
μπορούσε
να
με
διδάξει
την
καταστροφή
.
.
Ενα
σκουλή
κι
λέει
το
Καλοκαίρι
καλύτερα
απ·

ένα
ρολόι,
Ο
σάλιακας
είναι
ένα
ζωντανό
ημερολόγιο·
Τι
θα
μου
πει
αν
ένα
άχρονο
έντομο
Λέει
πως
ο
κόσμος
τσα
κίζει;

21
ΥΠΗΡΞΕ
ΚΑΙΡΟΣ
Υπήρξε
καιρός
που
χορευτές

με
το
ξεφάντωμά
τους
Σε
χαρωπές
παιδιά~ΙKες
συνάξεις
Τα
βάσανά
τους
αλαφρώναν;
Υπήρξε
καιρός
που
μπορούσαν
να
κλάψουν
με
βιβλία.
"
Ομως
ο
χρόνος
έβαλε
το
σαράκι
του
στο
πέρασμά

τους.
Τώρα
ειν·
αβέβαιοι
κάτω
από
την
αψίδα
.
Τ·
ουρανού.

Ο,
τι
για
πάντα
άγνωστο
θα
μείνει
Είναι
το
βεβαιότερο
σ"
ετούτη
τη
ζωή.
Κάτω
απ·
τα
ουράνια

σημεία,
ο
δίχως
άκρα
"Εχει
τ"
αγνότερα
χέρια
και
σαν
τ"
άκαρδο
στοιχειό
Απλήγωτο
στη
μοναξιά
του,
ο
τυφλός
καλύτερα
βλέπει.
22
ΑΥΤΙΑ
ΣΤΟΥΣ
ΠΥΡΓΙΣΚΟΥΣ
ΑΚΟΥΝ
Α
υτιά
στους
πυργίσκους

ακούν
Χ
έρια
θρηνούν
στην
πόρτα,
Μάτια
στ·
αετώματα
βλέπουν
Δ
άχτυλα
στις
κλειδαριές.
Ν·
ανοίξω
ή
να
μείνω
Ω
ς
με
το
θάνατό
μου
Α
όρατος
σ·
άγνωστα
μάτια

Σ
·
ετούτο
τ·
άσπρο
σπίτι;
Π
έρα
απ·
ετούτο
το
νησί
Σ
ε
μια
λεπτή
θάλασσα
σάρκας
Μιαν
οστέινη
ακτή
Κ
είται
η
γη
σιωπηλή
Κι
απερινόητοι
οι
λόφοι.

Ο
ύτε
πουλί,
ούτε
ψάρι
φτερωτό
Ταράζει
τη
γαλήνη
ετούτου
του
νησιού.
Αυτιά
σε
τούτο
το
νησί
"
ακούν
Ο
άνεμος
περνά
σαν
τη
φωτιά,
Μάτια
σ·
ετο"ύτο
το
νησί

βλέπουν
·
Αγκυρες
πλοίων
στον
κόλπο.
Να
τρέξω
προς
τα
πλοία
Με
τον
αγέρα
στα
μαλλιά
μου,
·
Η
να
μείνω
ως
με
το
θάνατό
μου
Και
ναυτικό
να
μην

καλοσωρίσω;
Πλοία,
έχετε
φαρμά
κι
ή
καρπούς;
Χέρια
θρηνούν
στην
πόρτα,
.
Αγκυρες
πλοίων
στον
κόλπο,
Δέρνει
η
βροχή
άμμο
και
λιθάρια.
Να
δεχθώ
τον
ξένο;
Να
καλοσωρίσω
το
Υαυτικό;

·
Η
να
μείνω
ως
με
το
θάνατό
μου;
Χέρια
του
ξένου,
φορτία
των
πλοίων,
Φαρμάκι
έχετε
ή
καρπούς;
23
ΕΧΩ
ΠΟΘΗΣΕΙ
ΝΑ
ΞΕΦΥΓΩ
'Έχω
ποθήσει
να
ξεφύγω
Απ·
τη

μανία
του
τετριμμένου
ψέματος
Και
των
παλιών
τρόμων
το
αδιάκοπο
κλάμα
Γερνώντας
πλέον
φοβερά
καθώς
η
μέρα
Πάνω
απ·
το
λόφο
τραβά
για
το
πέλαο
το
βαθύ
.

Εχω

ποθήσει
να
ξεφύγω
Απ·
των
χαιρετισμών
τη
συνεχή
επαναφορά,
Γιατί
στοιχειά
ο
άνεμ ος
είναι
γεμάτος
Και
στoΙXειωμΈVoς
αντΙλάλους
το
χαρτί,
Σημάδια
και
καλέσματα
η
βροντή.
·Εχω
ποθήσει
να
ξεφύγω
μα

φοβούμαι·
Λίγη
ζωή
περισωμένη
αν
ξεπηδoύ~ε
Απ·
το
παλιό
το
ψέμα
που
ανάβει
καταγής,
Ανάερα
σκάζοντας,
θα
μπορούσε
μισότuφλο
να
με
αφήσει.
Μήτε
απ·
τον
τρόμο
τον
αρχαίο
της
νυκτός,

Το
βγάλσιμο
του
καπέλου,
Τα
χείλη
τα
σμιγμένα
στο
ακουστικό.
Θα
πέσω
στα
χέρια
του θανάτου.
Από
τούτα
δεν
με
νοιάζει
να
πεθάνω:
Μισά
ψέματα,
μισά
συμβάσεις.
24
ΚΙ
Ο
ΘΑΝΑΤΟΣ

ΔΕΝ
ΘΑ
·ΧΕΙ
ΕΞΟΥΣΙΑ
Κι
ο
θάνατος
δεν
θα
·χει
εξουσία.
Γυμνοί
οι
νεκροί
στον
άνεμο
και
το
γερτό
φεγγάρι
Με
τον
άνθρωπο
θα
σμίξουν·
·Οταν
γλυφτούν
τα
κόκκαλά
τους

και
τα
γλυμμένα
κόκκαλα
χαθούν,
Θα
·χουν
αστέρια
σε
αγκώνα
και
ποδάρι·
Αν
και
τρελοί,
θα
συνεφέρΟυν,
Αν
θαλασσόπνιχτοι,
θ·
αναδυθούν,
Αν
κι
εραστές
χαμένοι
αυτοί,
δεν
θα
χαθεί
η

αγάπη·
Κι
ο
θάνάΤος
δεν
θα
W
χει
εξουσία.
Κι
ο
θάνατος
δεν
θα
.
χει
εξουσία.
Κάτω
απ·
τις
δίνες
της
θαλάσσης
Χρόνια
χωμένοι
αυτοί,
θάνατο
ανεμόδαρτο
δεν
θα

·βρουν·
Σε
μέγκενη
στριμμένοι,
με
τους
τένοντες
λυμένους,
Παιδεμένοι
σε
τροχό,
δεν
θα
τσακίσουν·
Στα
χέρια
τους
η
πίστη
θ

ανοίξει
Και
μονόκερα
στοιχειά
θα
τους
ξεσκίσουν,
Κουρελιασμένοι
ολόκληροι,

και
δεν
θα
σπάσουν·
Κι
ο
θάνατος
δεν
θα
-
χει
εξουσία.
Κι
ο
θάνατος
δεν
θα
·χει
εξουσία.
Ας πάψουν
πια
να
σκούζουν
στ·
αυτιά
τους
οι
γλάροι
Και
στις

ακτές
τα
κύματα
να
σκάζουν
άγρια
W
Λουλούδι
όπου
ξεμύτισε
μην
ξεμυτίσει
πια
Να
υψώσει
το
κεφάλι
του
στους
χτύπους
της
βροχής.
Αν
και
τρελοί,
αν
και
νεκροί
σαν
τ·

άψυχα
καρφιά,
Κεφάλια σημαδιών
αυτοί,
χτυπούν
με
μαργαρίτες·
Χτυπούν
τον
ήλιο,
όσο
που
να
ξεκαρφωθεί-
Κι
ο
θάνατος
δεν
θα
·
χει
πια
εξουσία.
25
Ο
ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ
ΣΤΟ
ΠΑΡΚΟ
Ο
καμπούρης

στο
πάρκο
Κύριος
μοναχικός
Καρφωνόταν
ανάμεσα
δέντρα
και
νερό
Απ·
το
άνοιγμα
της
πύλης
Που
αφήνει
να
.
μπουν
δέντρα
και
νερό
·
Ως
με
το
χτύπο
της
σκιάς
Την

Κυριακή
το
βράδυ
Τρώγοντας
ψωμί
από
μιαν
εφημερίδα
.
Επινε
νερό
απ·
την
κρεμαστή
κούπα·
Που
γέμιζαν
χΌλίκι
τα
παιδιά
Στη
γούρνα
που
έβαζα
το
βαρκάκι
μου
Κοιμόταν
σε
σκυλόσπιτο

το
βράδυ
Μα
δεν
τον
έδενε
κανείς.
Σαν
τα
πουλιά
ερχότανε
νωρίς
Σαν
το
νερό
καθόταν
Και
Κύριε,
ε,
Κύριε,
του
φωνάζαν
Τα
τεμπέλικα
παιδιά
της
πόλης
Τρέχοντας
σαν
τ·

άκουγε
Αθόρυβα
Πίσω
απ·
τη
λίμνη,
τα
βραχάκια
Γελώντας
ότάν
τσαλάκωνε
την
εφημερίδα
του
Καμπουριάζοντας
κοροΙδευτικά
Στον
ηχηρό
ζωολογικό
κήπο
των
ιτιών
ΞεφεύγονΤ9ς
το
φύλακα
Με
το
μπαστούνι
για
τα

φύλλα.
Κι
ο
γεΡO-σKυλOυΠVωτής
Μονάχος
ανάμεσα
σε
κύκνους
και
νταντάδες
Την
ώρα
που
τα
παιδιά
στις
ιτιές
.
Ε
καναν
τις
τίγρεις
να
.
βγουν
απ"
τα
μάτια
τους
Για

να
μουγκρίσουν
στα
βραχάκια
Και τα
δασάκια
τα
γεμάτα
ναυτικούς
.
Εριχνε
ολημερίς
ως
με
το
κλείσιμο
26
Μιαν
άψογη
θηλυκή
φιγούρα
'Ισια
σαν
νεαρή
φτελιά
.
Ισια
και
ψηλή
απ'

τα
γερμένα
κόκκαλά
του
Που
θα

μενε
εκεί
οληνύχτα
Σε
κλειδαριές
κι
αλυσίδες
Οληνύχτα
στο
ερειπωμένο
πάρκο
Σε
κλειδαριές
και
θαμνώματα
Και
τα
παιδιά
ξωπίσω
στον
καμπούρη
σαν
φράουλες

αγνά
Προς
το
σκοτάδι,
στο
σκυλόσπιτό
του.
27
ΣΕ
ΜΙΑΝ
ΕΠΕΤΕΙΟ
ΓΑΜΟΥ
Ανοιγμένος
ο
ουρανός
Σ·
αυτή
την
κουρελιασμένη
επέτειο
δυο
πλασμάτων
Που
βάδισαν
για
τρία
χρόνια
αρμονικά
Στους
μεγάλους

δρόμους
των
όρκων
τους.
Τώρα
η
αγάπη
τους
χαμένη
Κι
η
αγάπη
και
τα
πάθη
της
μουγκρίζουν
αλυσοδεμένα
Από
κάθε
αλήθεια
και
κρατήρα
Σύννεφα
κουβαλώντας
ο
θάνατος
χτυπά
το
σπιτικό

τους.
Αργά
"
πολύ
στην
αργοπορημένη
βροχή
Σμίγουν
αυτοί
που
χώρισε
η
αγάπη
τους
Τα
παράθυρα
χύνονται
στην
καρδιά
τους
"
Κι
οι
πόρτες
καίγονται
στο
μυαλό
τους.
28
b

ΜΕ
ΜΑΣΤΟΡΙΑ
·Η
ΤΕΧΝΗ
ΑΔΕΞΙΑ
Με
μαστοριά
ή
τέχνη
αδέξια
γυμνασμένη
Στην
ησυχία
-της
νυκτός
·Οταν
γυρίζει
πάνω
μόνο
το
φεγγάρι
Κι
ειν·
οι
εραστές
κλινόγερτοι
Μ·
όλες
τις
θλίψεις

τους
στα
χέρια,
Πασχίζω
τραγουδώντας
απαλά
·Όχι
για
δόξα
και
τροφή
Κορδώματα
συναλλαγές
Εμπόρια
θελγήτρων
Σ·
αλαβάστρινες
σκηνές,
Μα
για
κείνες
τις
μικρές
Χαρές
στην
πιο
κρυφή
Γωνιά
της
καρδιάς

των.
Ούτε
για
τον
περήφανο
μακριά
Απ·
το
μαινόμενο
φεγγάρι
γράφω
Σ·
αυτές
τις
αφρισμένες
σελίδες,
Μήτε
για
τους
πανύψηλους
νεκρούς
Με
τους
παλμούς
των
και
τ·
αηδόνια·
Μα
για

τους
εραστές,
τα
χέρια
τους
Γ
ύ
ρω
στις
θλίψ
εις
των
αιώνων
Που
δεν
μου
επαινούν,
δεν
μου
πληρώνουν,
Ούτε
καν
μου
προσέχουν
μαστοριά
και
τέχνη.
29

×